Εκτύπωση
Κατηγορία: Επιστημονική ενημέρωση
stockxpertcom_id37019511Τα όρια της φυσιολογικής αρτηριακής πίεσης διαρκώς μεταβάλλονται, με τάση να ελαττώνονται συνεχώς. Σήμερα, πιστεύεται ότι η ιδανική αρτηριακή πίεση δεν θα πρέπει να υπερβαίνει το όριο του 120/80 mmHg. Πάντως η πίεση θα πρέπει να είναι μικρότερη από  140 mmHg η συστολική και 90 mmHg η διαστολική στο γενικό πληθυσμό και 130/80 mmHg στους διαβητικούς και όσους πάσχουν από στεφανιαία νόσο.

 Η τάση να θεωρούνται φυσιολογικές οι μικρότερες τιμές προέκυψε από τα πορίσματα μεγάλων επιδημιολογικών μελετών, στις οποίες αποδείχθηκε ότι τα άτομα με αρτηριακή πίεση (μεγάλη) 110 mmHg είχαν μικρότερη πιθανότητα να πάθουν καρδιοεγκεφαλικά επεισόδια από τα άτομα που είχαν αρτηριακή πίεση (μεγάλη) 130 mmHg.
Η αρτηριακή πίεση εξαρτάται πρακτικά από την καλή λειτουργία της καρδιάς και των νεφρών, καθώς και από την ελαστικότητα των τοιχωμάτων των αρτηριών. Η αρτηριακή πίεση στο 95% των περιπτώσεων χαρακτηρίζεται ιδιοπαθής. Δηλαδή, πρόκειται για αρτηριακή πίεση χωρίς σαφή αιτιολογία.
Η αρτηριακή πίεση δεν είναι σταθερή κατά τη διάρκεια του 24ωρου, αλλά διακυμαίνεται αναλόγως της δραστηριότητας του κάθε ατόμου. Κατά τη σωματική άσκηση, την κίνηση, τη συγκίνηση και το στρες, η πίεση ανεβαίνει. Αντιθέτως, κατά την ανάπαυση ή τον βαθύ ύπνο ελαττώνεται. Κατά τις πρωινές ώρες (συγκεκριμένα, λίγο πριν από το ξύπνημα), συνήθως ανεβαίνει και διατηρείται υψηλή και αμέσως μετά απ’ αυτό.
Πολλές φορές, ακόμα και η θέα του γιατρού με την άσπρη μπλούζα προκαλεί σε πολλούς ασθενείς αύξηση της πίεσης, γεγονός το οποίο θεωρείται από πολλούς προστάδιο αρτηριακής υπέρτασης, έστω και αν ο εξεταζόμενος εν ηρεμία εμφανίζει φυσιολογική αρτηριακή πίεση.
Γενικά, η υπέρταση, σε οποιαδήποτε μορφή της, καταστρέφει τις αρτηρίες, προκαλώντας στενώσεις ή ανευρύσματα, και κουράζει την καρδιά, με αποτέλεσμα να οδηγεί σε καρδιακή ανεπάρκεια. 
Ένας από τους μύθους σχετικά με την υπέρταση είναι ότι προκαλεί συμπτώματα. Η αλήθεια είναι ότι σπάνια συμβαίνει αυτό. Δεν είναι τυχαίο που η υπέρταση ονομάζεται «σιωπηλός δολοφόνος».

Η συχνότητα

Σύμφωνα με δεδομένα από τον «Μήνα Χοληστερίνης» του ΕΛΙΚΑΡ, σε 50.000 ενήλικα  άτομα στην Ελλάδα, το 25% παρουσιάζει υπέρταση. Και σύμφωνα με τη «Μελέτη Αττική» του Ιπποκράτειου Νοσοκομείου το 37% των ανδρών και το 25% των γυναικών στη χώρα μας εμφανίζουν αυξημένες τιμές αρτηριακής πίεσης.  Η συχνότητα της υπέρτασης αυξάνεται με την ηλικία.  

Η θεραπεία

Αν κάποιος ασθενής είναι παχύσαρκος, θα πρέπει, πριν από την απόφαση για λήψη οποιουδήποτε φαρμάκου, να χάσει σωματικό βάρος.
Η απώλεια σωματικού βάρους είναι αποτέλεσμα της σωματικής άσκησης και της σωστής δίαιτας, η οποία έχει επίκεντρο τη φυτική διατροφή, η οποία συμπληρώνεται με ψάρια και πουλερικά, αποκλείοντας τα γλυκά και τους υδατάνθρακες (ψωμί, πατάτες κ.λπ.).
Η σωστή διατροφή του υπερτασικού ασθενούς πρέπει να συμπληρώνεται με ελάττωση της πρόσληψης νατρίου, δηλαδή με ελάττωση του αλατιού και των αλμυρών φαγητών. Εξυπακούεται ότι, παράλληλα, πρέπει να αποφεύγεται η διατροφή με λιπαρές τροφές και οινοπνευματώδη, τα οποία αυξάνουν τη θερμιδική αξία των τροφών.
Εάν, παρ' όλα αυτά, η αρτηριακή πίεση εξακολουθεί να παραμένει υψηλή, τότε αποφασίζεται η έναρξη της φαρμακευτικής θεραπείας.

Τα φάρμακα

Η ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης, που επιτυγχάνεται με τη χρήση αντιυπερτασικών φαρμάκων, έχει ως αποτέλεσμα την ελάττωση των επιπλοκών της υπέρτασης και τη σημαντική μείωση της καρδιαγγειακής νοσηρότητας και θνητότητας.
Τα συνηθέστερα χρησιμοποιούμενα αντιυπερτασικά φάρμακα είναι τα διουρητικά, οι β-αναστολείς, οι αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτασίνης, οι ανταγωνιστές των υποδοχέων της αγγειοτασίνης ΙΙ, οι ανταγωνιστές των διαύλων ασβεστίου, οι αναστολείς της ρενίνης, οι α1-αναστολείς, τα κεντρικώς δρώντα φάρμακα και τα αγγειοδιασταλτικά.
Καθεμία από αυτές τις κατηγορίες φαρμάκων έχει ξεχωριστό τρόπο δράσης, καθώς και τις δικές της ενδείξεις και αντενδείξεις. Στους περισσότερους ασθενείς χρειάζονται (είτε αρχικά, είτε σε δεύτερο στάδιο) συνδυασμοί φαρμάκων, διότι σήμερα προτιμάμε περισσότερα φάρμακα σε χαμηλές δόσεις, παρά ένα στις υψηλότερες δυνατές, γεγονός που θα αύξανε τις δυνητικές παρενέργειες του. 

• Διουρητικά
Είναι  φάρμακα που προάγουν την αποβολή νατρίου από τους νεφρούς και υγρών από τον οργανισμό. Οι θειαζίδες σε μικρές δόσεις μειώνουν τα στεφανιαία επεισόδια, την καρδιαγγειακή θνητότητα και τη θνητότητα απ’ όλες τις αιτίες. Οι υψηλότερες δόσεις δεν έχουν ισχυρότερη δράση, ενώ αυξάνουν τις μεταβολικές ανεπιθύμητες ενέργειες. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν τα θειαζιδικά διουρητικά (χλωροθειαζίδη, χλωροθαλιδόνη, υδροχλωροθειαζίδη, πολυθειαζίδη, ινταπαμίδη), τα διουρητικά αγκύλης (φουροσεμίδη, μπουμετανίδη), τα καλιοσυντηρητικά διουρητικά (αμιλορίδη) και οι ανταγωνιστές της αλδοστερόνης (επλερενόνη, σπιρονολακτόνη). Είναι αποτελεσματικά αντιυπερτασικά φάρμακα είτε ως μονοθεραπεία, είτε σε συνδυασμό με φάρμακα άλλων κατηγοριών. Είναι, επίσης, ιδιαίτερα χρήσιμα για την αντιμετώπιση της μεμονωμένης συστολικής υπέρτασης σε ηλικιωμένους ασθενείς, καθώς και σε ασθενείς με υπέρταση και συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια, για την ανακούφιση των συμπτωμάτων.

• β-αναστολείς (λέγονται και β-αποκλειστές)
Είναι μια ομάδα φαρμάκων που εμποδίζουν την επίδραση της ορμόνης αδρεναλίνη στους επονομαζόμενους βήτα-υποδοχείς της καρδιάς, των πνευμόνων και των αιμοφόρων αγγείων. Αυτά τα φάρμακα επιβραδύνουν τον καρδιακό ρυθμό και μειώνουν την αρτηριακή πίεση, κυρίως κατά τη διάρκεια της φυσικής δραστηριότητας. Οι β-αναστολείς ενδείκνυνται ιδιαίτερα σε ασθενείς με στεφανιαία νόσο (με στηθάγχη ή ύστερα από έμφραγμα μυοκαρδίου), καθώς και σε ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια (σημαντική μείωση της θνητότητας με την καρβεντιλόλη, μετοπρολόλη, νεμπιβολόλη και μπισοπρολόλη) . Στην κατηγορία αυτή ανήκουν απλοί β-αναστολείς (ατενολόλη, μπεταξολόλη, μπισοπρολόλη, μετοπρολόλη, νεμπιβολόλη, οξπρενολόλη, προπρανολόλη), β-αναστολείς με εγγενή συμπαθητικομιμητική δράση (πινδολόλη, σελιπρολόλη) και αναστολείς των α- και β-υποδοχέων (καρβεντιλόλη). Σήμερα αμφισβητείται έντονα η χρήση τους ως θεραπεία πρώτης γραμμής για την αντιμετώπιση της υπέρτασης.

• Αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτασίνης (Α-ΜΕΑ)
Αυτά τα φάρμακα εμποδίζουν τη δράση ενός ενζύμου (λέγεται ACE) απαραίτητου για τη σύνθεση της αγγειοτασίνης ΙΙ - μιας ορμόνης που προκαλεί σύσπαση των αγγείων, με αποτέλεσμα να αυξάνει την αρτηριακή πίεση. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν τα φάρμακα εναλαπρίλη, ιμιδαπρίλη, καπτοπρίλη, κιναπρίλη, λισινοπρίλη, μπεναζεπρίλη, περινδοπρίλη, ραμιπρίλη, σιλαζαπρίλη, τραντολαπρίλη και φοσινοπρίλη. Οι Α-ΜΕΑ συνιστώνται ιδιαίτερα σε καρδιακή ανεπάρκεια.

• Ανταγωνιστές των υποδοχέων της αγγειοτασίνης ΙΙ (ΑΤ-ΙΙ)
Αυτά τα φάρμακα, επίση,ς στοχεύουν την αγγειοτασίνη, αλλά, αντί να δεσμεύουν το ένζυμό της, δεσμεύουν τους κυτταρικούς υποδοχείς της. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν η βαλσαρτάνη, η επροσαρτάνη, η ιρβεσαρτάνη, η καντεσαρτάνη, η λοσαρτάνη και η τελμισαρτάνη. Οι ανταγωνιστές των υποδοχέων της αγγειοτασίνης ΙΙ μπορούν να δοθούν, αντί για τους Α-ΜΕΑ, σε ασθενείς που δεν τους ανέχονται λόγω ξηρού βήχα.

• Ανταγωνιστές των διαύλων ασβεστίου
Αυτά τα φάρμακα επιβραδύνουν τον ρυθμό με τον οποίο εισέρχεται ασβέστιο στα σωματικά κύτταρα, κυρίως στα κύτταρα της καρδιάς και των τοιχωμάτων των αγγείων, ενώ διαστέλλουν τις στεφανιαίες αρτηρίες και βελτιώνουν τη ροή αίματος στον καρδιακό μυ. Είναι δύο ειδών: οι μη διυδροπυριδίνες (βεραπαμίλη, διλτιαζέμη) και οι διυδροπυριδίνες (αμλοδιπίνη, ισραδιπίνη, λασιδιπίνη, λερκανιδιπίνη, νισολδιπίνη, νιτρενδιπίνη, νιφεδιπίνη, φελοδιπίνη). Οι διυδροπυριδίνες είναι χρήσιμες σε συστολική υπέρταση σε ηλικιωμένους όταν αντενδείκνυνται οι θειαζίδες σε μικρή δόση, ενώ οι μη διυδροπυριδίνες μπορεί να είναι χρήσιμες σε στηθάγχη. Συνήθως οι ασθενείς πρέπει να τα λαμβάνουν μία ή δύο φορές την ημέρα.

• Αναστολείς της ρενίνης
Ύστερα από τουλάχιστον 10 χρόνια, είχαμε την πρώτη νέα σημαντική καινοτομία στην αντιμετώπιση της υπέρτασης. Μια νέα θεραπευτική κατηγορία, τους αναστολείς ρενίνης, που για περισσότερο από 30 χρόνια οι ερευνητές προσπαθούσαν να ανακαλύψουν. Ο πρώτος εκπρόσωπος αυτής της νέας κατηγορίας των αναστολέων ρενίνης είναι η αλισκιρένη  η οποία είναι πλέον διαθέσιμη και στην Ελλάδα. Η αλισκιρένη δρα στο σημείο ενεργοποίησης του συστήματος ρενίνης και με αυτό τον τρόπο το αποκλείει πληρέστερα.

• Α1-αναστολείς
Αυτά τα φάρμακα χαλαρώνουν τους μυς του προστάτη με αποτέλεσμα να διευκολύνεται η διούρηση σε άτομα που πάσχουν από καλοήθη υπερπλασία του προστάτη. Παράλληλα, εμφανίζουν αντιυπερτασική δράση, μέσω της χαλάρωσης των λείων μυϊκών ινών των αρτηριών. Στην κατηγορία των α1-αναστολέων ανήκουν η πραζοσίνη και η τεραζοσίνη. Δεν θεωρούνται φάρμακα πρώτης επιλογής για την αντιμετώπιση της υπέρτασης.

• Κεντρικώς δρώντα αντιαδρενεργικά (ή αντιυπερτασικά με κεντρική δράση)
Αυτά τα φάρμακα δρουν σε συγκεκριμένους υποδοχείς και δομές του εγκεφάλου (αγγειοκινητικό κέντρο στο στέλεχος του εγκεφάλου, υποθάλαμος), επηρεάζοντας ορισμένες λειτουργίες (εκροή συμπαθητικών εκφορτίσεων, απελευθέρωση νοραδρεναλίνης) και ελαττώνοντας την αρτηριακή πίεση και την καρδιακή συχνότητα. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν η κλονιδίνη και η μεθυλντόπα. Δεν θεωρούνται κι αυτά φάρμακα πρώτης επιλογής για την αντιμετώπιση της υπέρτασης.

• Αγγειοδιασταλτικά
Αυτά τα φάρμακα διαστέλλουν τα αγγεία, δρώντας απευθείας στις λείες μυϊκές ίνες των αρτηριών (ασκούν μικρή επίδραση στα φλεβικά δίκτυα). Η ελάττωση της αρτηριακής πίεσης συνοδεύεται από διέγερση του συμπαθητικού νευρικού συστήματος, με αποτέλεσμα να μπορεί να εκδηλωθούν ταχυκαρδία, κεφαλαλγία (πονοκέφαλος), αίσθημα παλμών, ρινική συμφόρηση και μυοκαρδιακή ισχαιμία σε ασθενείς με υποκείμενη στεφανιαία νόσο. Γι’ αυτό, η χρήση τους έχει περιορισθεί σε ασθενείς με βαριά υπέρταση, ανθεκτική στη φαρμακευτική θεραπεία, ως επικουρική φαρμακευτική αγωγή. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν η υδραλαζίνη, η μινοξιδίλη, η διαζοξίδη και το νιτροπρωσικό νάτριο. Σε μεγάλες δόσεις, η υδραλαζίνη μπορεί να προκαλέσει σύνδρομο τύπου ερυθηματώδους λύκου, ενώ η μινοξιδίλη προκαλεί υπερτρίχωση και μπορεί να οδηγήσει σε υπεζωκοτική (στους πνεύμονες) ή περικαρδιακή (γύρω από την καρδιά) συλλογή υγρού. Δεν θεωρούνται φάρμακα πρώτης επιλογής για την αντιμετώπιση της υπέρτασης.

Η πρόληψη

Ορισμένους από τους παράγοντες που συμβάλλουν στην εκδήλωση της αρτηριακής υπέρτασης δεν μπορούμε να τους επηρεάσουμε. Με την αύξηση, για παράδειγμα, της ηλικίας, οι αρτηρίες μας σκληραίνουν και η πίεσή μας αυξάνεται. Η ηλικία, λοιπόν, είναι ένας παράγοντας που, δυστυχώς, δεν μπορούμε να επηρεάσουμε.
Ένας δεύτερος παράγοντας που δεν μπορούμε να επηρεάσουμε είναι οι γονείς μας. Στην επιστημονική κοινότητα υπάρχει πλέον συμφωνία ότι υφίστανται γονίδια που ευθύνονται για την αρτηριακή υπέρταση και εξηγούν την κληρονομική επιβάρυνση που παρατηρούμε στα άτομα με αρτηριακή υπέρταση.
Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν παράγοντες που αυξάνουν την αρτηριακή πίεση και είναι αποκλειστικά στο χέρι μας να τους αντιμετωπίσουμε. Τέτοιοι παράγοντες είναι η υπερβολική κατανάλωση αλατιού, η αύξηση του σωματικού βάρους, η υπερβολική κατανάλωση ζωικών λιπών, το κάπνισμα, η έλλειψη σωματικής άσκησης, καθώς και οι έντονες ψυχικές καταπονήσεις – δηλαδή, το γνωστό σε όλους μας στρες.
Τα μέτρα που συμβάλλουν στην πρόληψη της αρτηριακής υπέρτασης είναι εκείνα που συμβάλλουν και στη θεραπεία τής ήδη ανεπτυγμένης νόσου. Αυτά είναι τα εξής:
Απώλεια σωματικού βάρους στους παχύσαρκους

Μείωση του αλατιού στη διατροφή μας

Αύξηση καλίου

Μείωση της κατανάλωσης λιπαρών τροφών, κυρίως των ζωικών λιπών, και ενθάρρυνση της κατανάλωσης ψαριών.

Περιορισμένη χρήση οινοπνεύματος
Το οινόπνευμα, ημερησίως, δεν πρέπει να υπερβαίνει τα 20-30 γραμμάρια. Αυτό σημαίνει όχι περισσότερα από δύο ποτά την ημέρα.

Αποφυγή της υπερκατανάλωσης καφέ
Γενικά, η κατανάλωση καφέ δεν πρέπει να υπερβαίνει τα δυο φλιτζάνια ημερησίως.

Σωματική άσκηση
Η άσκηση πρέπει να είναι συστηματική και όχι περιστασιακή. Γενικά, θεωρείται πως είναι ικανοποιητική όταν περιλαμβάνει μέτριας έντασης άσκηση, όπως περπάτημα, κολύμπι ή ποδήλατο, επί 30-45 λεπτά, 3-5 φορές την εβδομάδα.

Αποφυγή του καπνίσματος

Είναι εμφανές ότι οι προσπάθειες για υιοθέτηση των παραπάνω μέτρων συνιστούν, ομολογουμένως, ένα δύσκολο έργο, όχι μόνο γι’ αυτόν που θα τα εφαρμόσει, αλλά και για τον γιατρό ή τον ειδικό διαιτολόγο που θα τα «διδάξει». Κι αυτό γιατί, όπως είναι φανερό, δεν αποτελούν αποσπασματικά μέτρα, αλλά προτείνονται αλλαγές στον τρόπο ζωής και διατροφής που είναι δύσκολο να υιοθετηθούν. Αρκεί να σημειώσουμε ότι οι δυσκολίες να διατηρήσει κάποιος το βάρος του σε χαμηλά επίπεδα, είναι μεγαλύτερες από τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει ενόσω προσπαθεί να χάσει τα περιττά κιλά του.

Δημήτρης Ρίχτερ, MD, FESC, FAHA,
διευθυντής Β’ Καρδιολογικής Κλινικής Ευρωκλινικής Αθηνών