Εκτύπωση
Κατηγορία: Ειδήσεις
Με το νόμο 4254/2014 (ΦΕΚ Α’ 85/07-04-2014) και υπό τον τίτλο:

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ ΣΤ: ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑΣ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑΣ

ΥΠΟΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ ΣΤ.1: ΑΡΣΗ ΕΜΠΟΔΙΩΝ ΣΤΟΝ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟ ΣΤΟΝ ΚΛΑΔΟ ΤΟΥ ΛΙΑΝΙΚΟΥ ΕΜΠΟΡΙΟΥ – ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΦΑΡΜΑΚΩΝ ΚΑΙ ΦΑΡΜΑΚΕΙΩΝ,

τροποποιήθηκαν σημαντικές διατάξεις της φαρμακευτικής νομοθεσίας που αφορούν τα φαρμακεία και αναδιατάσσουν σε σημαντικό βαθμό την γεωγραφία, καθώς και την επαγγελματική και επιχειρηματική αντίληψη του χώρου.

Εκ προοιμίου αναφέρω ότι οι νέες αυτές ρυθμίσεις, για την εφαρμογή των οποίων θα είναι ενδεχομένως αναγκαία η έκδοση διευκρινιστικών εγκυκλίων ή ακόμη και νέων εφαρμοστικών - διορθωτικών νομοθετικών ρυθμίσεων, επιδέχονται δύο αναγνώσεις:

α. Εκείνη (πλειοψηφική), που εστιάζει, υπό το φως υπαρκτών ή αόριστων και συγκεχυμένων φόβων, στις βλαπτικές μεταβολές στο γνωστό και πεπατημένο περιβάλλον λειτουργίας των φαρμακείων και

β. Εκείνη (εξαιρετικά μειοψηφική), που χαρτογραφεί τις νέες προκλήσεις και ευκαιρίες που διανοίγονται για τους ανήσυχους επιχειρηματικά και οικονομικά εύρωστους (αν βέβαια υπάρχουν πλέον) επαγγελματίες φαρμακοποιούς.

Οι νέες ρυθμίσεις, όπως κατά σειρά αναφέρονται στο νόμο, είναι οι εξής:



1α: Νέα ρύθμιση: «Το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 36 του Ν. 3918/2011 αντικαθίσταται ως εξής:

Το επάγγελμα του αδειούχου φαρμακοποιού και η λήψη άδειας ίδρυσης και λειτουργίας φαρμακείου από αδειούχο φαρμακοποιό, όπως προσδιορίζεται από το Ν. 5607/1932, όπως αυτός ισχύει, δεν υπόκειται σε κανένα περιορισμό πλην των σχετικών με τα πληθυσμιακά όρια».

Η διάταξη αυτή, στο συγκεκριμένο σκέλος της, παραμένει ως είχε. Καταργήθηκε ωστόσο ο δεύτερος περιορισμός που υπήρχε στη συνέχεια της διάταξης αυτής, σχετικά με την υποχρέωση τήρησης ελαχίστων αποστάσεων μεταξύ φαρμακείων.

Άρα: Από εδώ και στο εξής, ένας αδειούχος φαρμακοποιός, που έχει δηλαδή πτυχίο φαρμακευτικής σχολής και άδεια εξασκήσεως του επαγγέλματος του φαρμακοποιού στην Ελλάδα, εφόσον διαθέτει και τις λοιπές προϋποθέσεις που αναφέρονται στις παρ. 2, 3, 4 και 5 του άρθρου 1 του Ν. 1963/1991 (δηλαδή ιθαγένεια, στρατιωτικές υποχρεώσεις, μη καταδίκη, ηλικία κάτω των 70 ετών κ.λπ.) δικαιούται να λάβει άδεια ιδρύσεως και λειτουργίας φαρμακείου σε τοπική ή δημοτική κοινότητα ή δημοτική ενότητα κ.λπ., σύμφωνα με τις προβλέψεις της παρ. 3 του άρθρου 36 του Ν. 3918/2011, τηρουμένων ωστόσο μόνο των πληθυσμιακών κριτηρίων (1 φαρμακείο ανά 1000 κατοίκους) [Δικαιούται μάλιστα στη λήψη, όπως και ένας φαρμακοποιός που ήδη λειτουργεί φαρμακείο, περισσότερων αδειών, όπως θα εκτεθεί παρακάτω στην οικεία θέση].

Μετά τη λήψη της άδειας ίδρυσης, δύναται να καταρτίσει το φαρμακείο του και να λάβει άδεια λειτουργίας, μετά από επιθεώρηση, σύμφωνα με το άρθρο 9 του Ν. 5607/1932, σε οποιοδήποτε κατάλληλο πολεοδομικά κατάστημα, ανεξαρτήτως της απόστασής του από τα πλησιέστερα φαρμακεία.



1β: Νέα ρύθμιση: «Το άρθρο 7 του Ν. 328/1976 καταργείται».

Σημείωση: Το άρθρο 7 του Ν. 328/1976 που καταργείται, είχε αντικατασταθεί με το άρθρο 6 του Ν. 1963/1991 και στη συνέχεια με το άρθρο 13 παρ. 2 του Ν. 3457/2006.

Το καταργηθέν αυτό άρθρο όριζε τις αποστάσεις που έπρεπε να τηρούνται μεταξύ νεοϊδρυόμενου (100, 180, 200 ή 250 μέτρα) ή μεταφερόμενου (20 ή 40 μέτρα) φαρμακείου από το πλησιέστερο φαρμακείο, ανάλογα με τον πληθυσμό του τόπου ίδρυσης του φαρμακείου ή της χρονικής διάρκειας λειτουργίας του σε ορισμένη θέση.

Από εδώ και στο εξής, κατά την ίδρυση ή μεταφορά φαρμακείων, δεν ισχύουν οι περιορισμοί των αποστάσεων. Μπορεί να λειτουργούν δηλαδή και στη διπλανή πόρτα.

Η προσδοκώμενη επίπτωση του μέτρου στην πράξη θα είναι η εξής:

α. Εντός των ορίων των εδαφικών περιοχών που έλαβαν άδεια ιδρύσεως τα εκεί λειτουργούντα φαρμακεία, θα παρατηρηθεί απροσδιόριστου μεγέθους χωροταξική ανακατανομή φαρμακείων.

β. Στις περιπτώσεις μεταφοράς φαρμακείων, σχηματικά, από Δήμο σε Δήμο, εφόσον τα πληθυσμιακά όρια επιτρέπουν τη λειτουργία νέου φαρμακείου, τα κατά τον τρόπο αυτό μεταφερόμενα φαρμακεία θα εγκαθίστανται ελεύθερα χωρίς τον περιορισμό των αποστάσεων.



1γ: Νέα ρύθμιση: «Το άρθρο 20 του Ν. 5607/1932 καταργείται».

Η ρύθμιση αυτή είναι άνευ σημασίας γιατί αναφέρεται σε ήδη καταργηθείσες από παλαιότερα περί αποστάσεων διατάξεις, οι οποίες απλά (από αβλεψία) δεν είχαν ρητώς καταργηθεί.



2. Νέα ρύθμιση: «Το άρθρο 8 του Ν. 1963/1991 καταργείται».

Η ρύθμιση αυτή είναι άνευ σημασίας γιατί η συγκεκριμένη διάταξη ουδέποτε τέθηκε σε εφαρμογή.

Αναφέρεται στη δυνατότητα ίδρυσης εταιρειών εκμετάλλευσης φαρμακείων με απόφαση του τότε Νομάρχη και μετά την έκδοση σχετικού Π.Δ. που ουδέποτε έλαβαν χώρα.

Στην περίπτωση αυτή, όπως και στην αμέσως προηγούμενη, «καθάρισε» η φαρμακευτική νομοθεσία από ανίσχυρες και καταργημένες διατάξεις.



3α: Νέα ρύθμιση: «Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 6 του ν. 328/1976 αντικαθίσταται ως εξής:

Για την εκμετάλλευση φαρμακείου ή φαρμακαποθήκης επιτρέπεται η σύσταση ομόρρυθμης ή ετερόρρυθμης εταιρείας μόνο μεταξύ φαρμακοποιών».

Σημείωση: Το άρθρο 6 του Ν. 328/1976, όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 14 Ν. 1821/1988, έχει αντικαταστήσει την παρ. 1 του άρθρου 17 του Ν. 5607/1932.

Η διάταξη αυτή παραμένει ως είχε. Ωστόσο καταργήθηκε το υπόλοιπο μέρος της διάταξης που αφορά την υποχρέωση του αδειούχου φαρμακοποιού (δηλαδή του φαρμακοποιού επ’ ονόματι του οποίου λειτουργεί το φαρμακείο) να κατέχει εταιρικό μερίδιο τουλάχιστον 50%. Επομένως, με βάση τη νέα ρύθμιση, τα ποσοστά συμμετοχής στο εταιρικό κεφάλαιο, τα κέρδη και τις ζημίες του αδειούχου φαρμακοποιού και του «απλού οικονομικού» εταίρου φαρμακοποιού, διαμορφώνονται ελεύθερα κατά την συμφωνία των εταίρων.

(Παράδειγμα: Αδειούχος φαρμακοποιός: συμμετοχή στο εταιρικό κεφάλαιο 1%. Οικονομικός εταίρος φαρμακοποιός: συμμετοχή στο εταιρικό κεφάλαιο 99%).



Διατηρούνται σε ισχύ:

α. Η δυνατότητα του αδειούχου φαρμακοποιού (που ήδη λειτουργεί επ’ ονόματί του επιχείρηση φαρμακείου) να μετέχει ως «απλός οικονομικός εταίρος» σε ένα ακόμη το πολύ εταιρικό φαρμακείο που λειτουργεί στο όνομα άλλου φαρμακοποιού, με ελεύθερα, πλέον, διαμορφούμενα ποσοστά στο εταιρικό κεφάλαιο (εδ. 2 της παρ. 1, άρθρου 17 Ν. 5607/1932).

β. Η υποχρέωση σύστασης των άνω εταιρειών, όπως και των εταιρειών των συστεγασμένων φαρμακείων, με συμβολαιογραφικό έγγραφο και για ορισμένη πάντοτε χρονική διάρκεια, των οποίων επιτρέπεται η παράταση κατά τον ίδιο τρόπο (συμβολαιογραφική πράξη) [εδ. 3 της παρ. 1, άρθρου 17 Ν. 5607/1932].

γ. Η δυνατότητα συνεταιρισμού του αδειούχου φαρμακοποιού με τον/τη σύζυγο ή συγγενείς του εξ αίματος ή αγχιστείας μέχρι και δεύτερου βαθμού, διατηρουμένης πάντοτε της ισχύος των διατάξεων περί προσωπικής ευθύνης του αδειούχου φαρμακοποιού και της μορφής της εταιρείας.

Και στην περίπτωση αυτή, τα ποσοστά συμμετοχής των εταίρων στο εταιρικό κεφάλαιο διαμορφώνονται ελεύθερα, καθόσον δεν τροποποιήθηκε η διάταξη της παραγράφου 7 του άρθρου 17 του Ν. 5607/1932 που το προέβλεπε.

δ. Οι ρυθμίσεις για τα κληρονομικά φαρμακεία, ως είχαν.



Σημαντική διευκρίνιση προς αποφυγή συγχύσεων.

Η φαρμακευτική νομοθεσία προβλέπει τριών ειδών εταιρείες φαρμακείων:

Α. Τις εταιρείες συστεγασμένων φαρμακείων.

Β. Τις εταιρείες με έναν αδειούχο φαρμακοποιό και έναν οικονομικό εταίρο φαρμακοποιό ή με συγγενή του αδειούχου μέχρι και β’ βαθμού.

Γ. Τις εταιρείες με συνδυασμό των ανωτέρω (μικτές εταιρείες).

Ειδικότερα και αντίστοιχα:

ΑΑ. Όσον αφορά τις εταιρείες συστεγασμένων φαρμακείων που συστήνονται πάντα με συμβολαιογραφικό έγγραφο υπό τη μορφή ομόρρυθμης εταιρείας, διευκρινίζονται τα εξής:

Υπάρχουν δύο είδη συστεγάσεων που προβλέπονται από τα επικαλυπτόμενα μεταξύ τους άρθρα 12 του Ν. 5607/1932 (όπως αυτό τροποποιήθηκε από το άρθρο 7 του Ν. 1963/1991) και 36 παρ. 6 του Ν. 3918/2011.

α. Το άρθρο 12 του Ν. 5607/1932 προβλέπει τη δυνατότητα συστέγασης μεταξύ δύο ή περισσότερων λειτουργούντων φαρμακείων ή ενός λειτουργούντος φαρμακείου με νεοϊδρυόμενο φαρμακείο, με την υποχρέωση σύστασης μεταξύ τους ομόρρυθμης εταιρείας και υπό την προϋπόθεση, στη δεύτερη περίπτωση, ότι ο «παλαιός» φαρμακοποιός θα συνταξιοδοτηθεί εντός εξαμήνου από της συστεγάσεως είτε λόγω ηλικίας, είτε για λόγους υγείας, είτε τέλος, λόγω θανάτου (κληρονομικό φαρμακείο).

Στις περιπτώσεις αυτές δεν οριζόταν συγκεκριμένο ποσοστό συμμετοχής στο εταιρικό κεφάλαιο των συστεγαζομένων εταίρων.

Ωστόσο, με εγκύκλιο του Υπουργείου Υγείας, στη δεκαετία 1990 αν θυμάμαι καλά, είχε επιβληθεί και ίσχυσε εθιμικά, να μην αποκλίνουν τα εταιρικά ποσοστά περισσότερο από 65%-35%. Παρά ταύτα γνωρίζω ότι ορισμένες Περιφέρειες και Φαρμακευτικοί Σύλλογοι έχουν κάνει αποδεκτά εταιρικά με συμμετοχή σε αυτά των συστεγαζόμενων εταίρων σε απόκλιση έως και 70%-30%.

Επί του θέματος των ποσοστών στην περίπτωση αυτή θα επανέλθω αμέσως παρακάτω.

β. Με το άρθρο 36 παρ. 6 του νόμου Λοβέρδου (3918/2011) παρασχέθηκε η δυνατότητα σε ένα νέο φαρμακοποιό (προκειμένου να δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας) να λαμβάνει άδεια ιδρύσεως φαρμακείου κατ’ εξαίρεση των πληθυσμιακών κριτηρίων, χωρίς την υποχρέωση συνταξιοδότησης του παλαιού φαρμακοποιού, αλλά με τις εξής περαιτέρω δεσμεύσεις και συνέπειες:

- Να συστεγασθεί (ο νέος φαρμακοποιός) με ήδη λειτουργούν φαρμακείο.

- Σε περίπτωση παραίτησης του «παλαιού» φαρμακοποιού, στο νέο φαρμακοποιό χορηγείται άδεια συνέχισης λειτουργίας ατομικής επιχείρησης φαρμακείου.

- Ο παραιτούμενος «παλαιός» φαρμακοποιός, μετά την αποσυστέγασή του και τη λύση της εταιρείας των συστεγασμένων φαρμακείων, δικαιούται άπαξ να ιδρύσει νέο φαρμακείο, υπό τους όρους και προϋποθέσεις του άρθρου 36 παρ. 6 του ίδιου νόμου.

- Τα ποσοστά των συστεγαζόμενων εταίρων στις άνω, κατά παρέκκλιση των πληθυσμιακών ορίων, συστεγάσεις, ορίσθηκαν ίσα.

Ωστόσο, το σχετικό τρίτο εδάφιο της παραγράφου 6 του άρθρου 36 του Ν. 3918/2011 που προέβλεπε τα ίσα ποσοστά, καταργήθηκε.

Κατά συνέπεια, στις συστεγάσεις αυτές (του άρθρου 36 παρ. 6 Ν. 3918/2011) τα εταιρικά ποσοστά διαμορφώνονται ελεύθερα.

Όμοια επομένως ρύθμιση, για την ταυτότητα του νομικού λόγου και προς αποφυγή διακρίσεων, πρέπει να ισχύσει και για τις εταιρείες συστεγασμένων φαρμακείων του άρθρου 12 του Ν. 5607/1932.

Άρα: Σε όλες τις εταιρείες των συστεγασμένων φαρμακείων τα ποσοστά συμμετοχής στο εταιρικό κεφάλαιο των συστεγαζόμενων εταίρων είναι επιτρεπτό να διαμορφώνονται πλέον ελεύθερα, χωρίς οποιοδήποτε περιορισμό. 

ΒΒ. α. Η παρ. 1 του άρθρου 17 του Ν. 5607/1932, όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 6 παρ. 1 του Ν. 328/1976 και το άρθρο 14 του Ν. 1821/1988 προβλέπει τη σύσταση ομόρρυθμης ή ετερόρρυθμης εταιρείας μεταξύ ενός αδειούχου φαρμακοποιού και ενός (ή περισσότερων) οικονομικού εταίρου φαρμακοποιού. Τα ποσοστά συμμετοχής τους στο εταιρικό κεφάλαιο διαμορφώνονται πλέον ελεύθερα.

β. Η παρ. 7 του Ν. 5607/1932 προβλέπει τη σύσταση ομόρρυθμης ή ετερόρρυθμης εταιρείας μεταξύ του αδειούχου φαρμακοποιού και συγγενών του μέχρι δευτέρου βαθμού.

Τα ποσοστά συμμετοχής των εταίρων στην εταιρεία αυτή διαμορφώνονταν πάντοτε ελευθέρως. Υπάρχουν περί αυτού και αποφάσεις του Σ.τ.Ε.

Και στις δύο παραπάνω περιπτώσεις α και β, ο αδειούχος φαρμακοποιός είναι υποχρεωτικά το ομόρρυθμο μέλος, ευθυνόμενος και με την προσωπική του περιουσία για τα εταιρικά χρέη.

ΓΓ. Οι μικτές εταιρείες αφορούν εταιρίες συστεγασμένων φαρμακείων στις οποίες μετέχουν επιπρόσθετα ως οικονομικοί εταίροι, είτε άλλοι φαρμακοποιοί (δίχως την άδειά τους), είτε συγγενείς των αδειούχων συστεγασμένων φαρμακοποιών μέχρι β’ βαθμού.



3β. Νέα ρύθμιση: «Το τρίτο εδάφιο της παραγράφου 6 του άρθρου 36 του Ν. 3918/2011 καταργείται».

ΠΡΟΣΟΧΗ: Καταργείται μόνο το τρίτο εδάφιο της παραγράφου αυτής και όχι ολόκληρη η παράγραφος 6 του άρθρου 36, όπως, προφανώς από παραδρομή, καταχωρείται στον πίνακα των καταργούμενων διατάξεων που συνοδεύουν το νέο νόμο.

Το καταργούμενο τρίτο εδάφιο έχει ως εξής: «Στις εν λόγω εταιρείες οι συστεγαζόμενοι φαρμακοποιοί μετέχουν με ίσα ποσοστά».

Επομένως, η παράγραφος 6 του άρθρου 36 του Ν. 3918/2011 διαβάζεται και ισχύει πλέον ως εξής: «Κατ’ εξαίρεση των διατάξεων των πληθυσμιακών ορίων της προηγούμενης παραγράφου, επιτρέπεται η συστέγαση στο ίδιο κατάστημα λειτουργούντος φαρμακείου με υπό ίδρυση φαρμακείο. Τα κατά την παρούσα διάταξη συστεγαζόμενα φαρμακεία λειτουργούν υποχρεωτικά με τη μορφή ομόρρυθμης εταιρείας. Στα νεοϊδρυόμενα φαρμακεία χορηγούνται αυτοτελείς άδειες ίδρυσης υπό τις προϋποθέσεις της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου. Εάν ο φαρμακοποιός, στο φαρμακείο του οποίου πραγματοποιείται η συστέγαση, συνταξιοδοτηθεί, παραιτηθεί για οποιονδήποτε λόγο, ανακαλείται η άδεια ίδρυσης του φαρμακείου του και στον παραμένοντα φαρμακοποιό χορηγείται άδεια συνεχίσεως λειτουργίας του φαρμακείου. Ειδικά στην περίπτωση παραίτησης του ως άνω φαρμακοποιού, αυτός δύναται να ιδρύσει στο μέλλον άπαξ νέο φαρμακείο υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις της παρούσας παραγράφου. Οι φαρμακοποιοί των συστεγαζόμενων φαρμακείων της παρούσας παραγράφου υποχρεούνται στην αυτοπρόσωπη διεύθυνση αυτών. Επίσης, τα εν λόγω φαρμακεία θεωρούνται, για τον καθορισμό του αριθμού των φαρμακείων, ως λειτουργούντα χωριστά και υποχρεούνται σε ιδιαίτερη διημέρευση και διανυκτέρευση».

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ: Με το άρθρο 36 του Ν. 3918/2011 (νόμος Λοβέρδου) και κατά συμβιβασμό με τις απαιτήσεις της ΤΡΟΪΚΑ, μετουσιώθηκε επιτυχώς και επαρκώς σε πράξη η έννοια της απελευθέρωσης του επαγγέλματος του φαρμακοποιού με τρία μέσα:

α. Με τη μείωση της αναλογίας κατοίκων ανά φαρμακείο (1/1000 αντί 1/1500).

β. Με τη δυνατότητα ίδρυσης φαρμακείου σε τοπικές ή δημοτικές κοινότητες με πληθυσμό έως χιλίων κατοίκων.

γ. Με την παροχή, κατ’ εξαίρεση των πληθυσμιακών ορίων (1/1000), της δυνατότητας συστέγασης λειτουργούντος φαρμακείου με υπό ίδρυση νέο φαρμακείο, δίχως την προϋπόθεση συνταξιοδοτήσεως του «παλαιού» φαρμακοποιού λόγω ηλικίας ή για λόγους υγείας. Κατά την αιτιολογική έκθεση του ανωτέρω νόμου, με τη ρύθμιση αυτή επιδιώχθηκε «η αύξηση των θέσεων εργασίας νέων φαρμακοποιών που επιθυμούν να λειτουργήσουν φαρμακείο, μέσω συστέγασης με φαρμακείο που λειτουργεί ήδη κατ’ εξαίρεση των πληθυσμιακών κριτηρίων».

Στην περίπτωση αυτή, προβλέφθηκε ότι ο παλαιός και ο νέος φαρμακοποιός θα μετέχουν στη συνιστώμενη εταιρεία με ίσα ποσοστά.

Η πρόβλεψη αυτή υιοθετήθηκε, μετά από δική μου πρόταση, ως νομικού εκπροσώπου του ΠΦΣ και ΦΣΑ στην συντακτική του νόμου αυτού Επιτροπή, προκειμένου να μη καταρτισθούν λεόντειες συμφωνίες υπέρ των «παλαιών» φαρμακοποιών και σε βάρος των νέων, σε σχέση με τα ποσοστά συμμετοχής τους στο εταιρικό κεφάλαιο.

Αποδέχθηκαν δηλαδή, τόσο η ηγεσία των φαρμακοποιών (στο πλαίσιο της ευθυκρισίας και του fairplay), όσο και ο Υπουργός, ότι η δυνητική συμμετοχή του παλαιού φαρμακοποιού με ποσοστό 99% στο εταιρικό κεφάλαιο μιας τέτοιας εταιρείας, έναντι ποσοστού 1% του νέου φαρμακοποιού, δεν θα ήταν, από ηθικής και επιχειρηματικής σκοπιάς η πλέον ενδεδειγμένη, ως καταπλεονεκτική, προς όφελος του παλαιού και σε βάρος του νέου φαρμακοποιού.

Ωστόσο, σύμφωνα με την εισηγητική έκθεση του νέου νόμου, κρίθηκε ότι η ρύθμιση αυτή (ίσα ποσοστά) θέτει υπέρμετρο εμπόδιο στον αριθμό των φαρμακοποιών που μπορούν να συστήνουν εταιρείες αποθαρρύνοντας την επίτευξη οικονομιών κλίμακος και για το λόγο αυτό καταργήθηκε.

Η κριτική στις δύο αυτές θέσεις είναι ανοικτή.



4. Νέα ρύθμιση: Η παράγραφος 4 του άρθρου 36 του Ν. 3918/2011 αντικαθίσταται ως εξής:

«4. Επιτρέπεται η μεταφορά και η ίδρυση φαρμακείων κατ’ εξαίρεση των διατάξεων της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, πλησίον δημόσιων νοσοκομείων και σε απόσταση έως εκατό (100) μέτρων εκατέρωθεν του μέσου της εξωτερικής κεντρικής πύλης του νοσοκομείου και στις δύο (2) οικοδομικές γραμμές της οδού επί της οποίας βρίσκεται η πύλη. Ο αριθμός των νέων φαρμακείων δεν μπορεί να υπερβαίνει τον αριθμό των ήδη λειτουργούντων στην περιοχή που ορίστηκε στο προηγούμενο εδάφιο κατά τη δημοσίευση του παρόντος».

Με τη ρύθμιση αυτή, καταργήθηκε μόνο το κριτήριο του ελάχιστου αριθμού κλινών (150) που έπρεπε να διαθέτει το δημόσιο νοσοκομείο προκειμένου να εφαρμοσθεί η διάταξη. Κατά τα λοιπά ισχύει ό,τι ίσχυε. Άρα, η νέα ρύθμιση εφαρμόζεται πλέον ανεξάρτητα από τον αριθμό κλινών του δημόσιου νοσοκομείου. Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί ότι ο αριθμός των νέων φαρμακείων που μπορούν να ιδρύονται κατ’ εξαίρεση των πληθυσμιακών ορίων και ανεξαρτήτως απόστασης από τα εκεί ήδη λειτουργούντα, δεν μπορεί να υπερβαίνει τον αριθμό των φαρμακείων που λειτουργούσαν κατά το χρόνο δημοσίευσης του Ν. 3918/2011, ήτοι στις 02-03-2011. Κατά τα λοιπά, λόγω καταργήσεως του περιορισμού των αποστάσεων, μπορούν να μεταφέρονται πλησίον των νοσοκομείων ήδη λειτουργούντα φαρμακεία χωρίς τέτοιο περιορισμό.



5. Νέα ρύθμιση: «Η παράγραφος 5 του άρθρου 36 του Ν. 3918/2011 καταργείται».

Η καταργηθείσα διάταξη προέβλεπε ότι ανά τρεις βοηθούς φαρμακείων που εργάζονται σε φαρμακεία, είναι υποχρεωτική η απασχόληση ενός πτυχιούχου φαρμακοποιού με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας.



6. Νέα ρύθμιση: «Το άρθρο 8, η παράγραφος 1 του άρθρου 14 και το άρθρο 13 του Ν. 5607/1932 καταργούνται».

Οι άνω μνημονευόμενες διατάξεις που καταργούνται είναι οι εξής:



Α. Άρθρο 8 Ν. 5607/1932

«Εις ένα και αυτόν φαρμακοποιό δεν δίδεται άδεια να ιδρύση ή διευθύνη πλέον του ενός φαρμακείου».



Β. Άρθρο 13 Ν. 5607/1932

«Απαγορεύεται η συστέγασις φαρμακείου, φαρμακεμπορείου ή φαρμακαποθήκης μεθ’ οιουδήποτε ετέρου καταστήματος. Φαρμακείον, φαρμακεμπορείον ή φαρμακαποθήκη στεγαζόμενον μεθ’ ετέρου καταστήματος, κλείεται δι’ αποφάσεως του υπουργού Υγιεινής, μέχρις εγκαταστάσεως εις ιδίον κατάστημα».



Γ. Άρθρο 14 παρ. 1 Ν. 5607/1932

«Η μεταφορά φαρμακείων επιτρέπεται μόνο εντός των ορίων των δήμων και κοινοτήτων στους οποίους δεν επήλθε μεταβολή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 2539/1997 (ΦΕΚ 244 Α’), καθώς και εντός των ορίων δήμου ή κοινότητας που αποτελεί, αντίστοιχα, δημοτικό ή κοινοτικό διαμέρισμα του συνιστώμενου με τον ως άνω νόμο νέου δήμου».



Μετά την κατάργηση των ανωτέρω άρθρων, ως προς τα αντίστοιχα θέματα, ισχύουν κατά τη γνώμη μου τα εξής:



Α.Α. Ως προς τον αριθμό αδειών ίδρυσης φαρμακείων από έναν φαρμακοποιό

α. Ένας φαρμακοποιός, ανεξάρτητα από το εάν λειτουργεί ή όχι φαρμακείο, μπορεί να λαμβάνει περισσότερες από μία άδειες ιδρύσεως και λειτουργίας φαρμακείων, ΤΗΡΟΥΜΕΝΩΝ ωστόσο, σύμφωνα με τη νέα ρύθμιση, ΤΩΝ ΠΛΗΘΥΣΜΙΑΚΩΝ ΚΡΙΤΗΡΙΩΝ (1/1000).

Παράδειγμα: Φαρμακοποιός λειτουργεί φαρμακείο στο Δήμο Αθηναίων. Μπορεί επιπρόσθετα να λάβει απεριόριστο αριθμό νέων αδειών ίδρυσης φαρμακείων στην Επικράτεια, εφόσον το επιτρέπουν τα πληθυσμιακά όρια (1/1000). Με άλλα λόγια, υπό την προϋπόθεση ότι υπάρχουν «κενές» θέσεις, κατ’ εφαρμογή της αναλογίας 1/1000, στις επιλεγόμενες τοπικές ή δημοτικές κοινότητες κ.λπ. για την ίδρυση φαρμακείου, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 36 Ν. 3918/2011.

Το ίδιο ισχύει και για το νέο φαρμακοποιό που ουδέποτε έχει λάβει άδεια ίδρυσης φαρμακείου. Μπορεί δηλαδή και αυτός να λάβει περισσότερες άδειες ιδρύσεως φαρμακείων, όπου αυτό είναι επιτρεπτό, λαμβανομένων υπόψη των πληθυσμιακών ορίων (1/1000).



β. Το ζήτημα που γεννάται ωστόσο, λόγω έλλειψης ρητής πρόβλεψης, είναι αν ένας φαρμακοποιός, είτε διατηρεί είτε όχι φαρμακείο σε λειτουργία, δύναται, πέραν της ευχέρειας λήψης νέων αδειών ιδρύσεως φαρμακείων εντός πληθυσμιακών ορίων (εκεί δηλαδή που το επιτρέπει η πληθυσμιακή αναλογία 1/1000), να λαμβάνει επιπρόσθετα και περισσότερες νέες άδειες ιδρύσεως φαρμακείων, κατ’ εξαίρεση των πληθυσμιακών ορίων (άρθρο 36 παρ. 6 Ν. 3918/2011).

Η κατάστρωση της παρ. 1 του άρθρου 36 του Ν. 3918/2011 και της παρ. 6 του ίδιου άρθρου του ίδιου νόμου, δεδομένης της παράλληλης ισχύος τους, δεν φαίνεται να απαγορεύει τέτοια δυνατότητα.

Άρα, είναι κατά τη γνώμη μου επιτρεπτή η λήψη περισσότερων της μίας αδειών ιδρύσεως φαρμακείων από ένα και τον αυτό φαρμακοποιό κατ’ εξαίρεση των πληθυσμιακών ορίων, υπό τον όρο της συστέγασής τους με ήδη λειτουργούντα φαρμακεία, γιατί τούτο δεν απαγορεύεται ρητά από κάποια διάταξη και δεν παραβιάζεται η διάταξη περί πληθυσμιακών ορίων της παρ. 3 του άρθρου 36 του ίδιου νόμου, αφού η κατ’ εξαίρεση λήψη των αδειών αυτών προβλέπεται ρητά στο νόμο.

Ωστόσο, ως προς την ουσία του θέματος, πρέπει να παρατηρηθούν τα εξής:

Με τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 36 του Ν. 3918/2011 (νόμος Λοβέρδου) είχε ορισθεί ότι η λήψη άδειας ίδρυσης και λειτουργίας φαρμακείου δεν υπόκειται σε κανένα περιορισμό πλην των σχετικών με τα πληθυσμιακά όρια και την προϋπόθεση τήρησης ελαχίστων αποστάσεων.

Οι περιορισμοί αυτοί, καίτοι περιορίζουν τις θεμελιώδεις ελευθερίες που κατοχυρώνει η Συνθήκη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως είναι η ελευθερία εγκατάστασης, κρίθηκε από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο (Δ.Ε.Κ.) στις υποθέσεις C-570 και C-571/2007 (Asturia) ότι είναι σύμφωνες με το Ενωσιακό Δίκαιο, καθόσον προστατεύουν τη δημόσια υγεία και εξυπηρετούν το δημόσιο συμφέρον, με την ορθολογική χωροταξική κατανομή των φαρμακείων στη χώρα.

Τις κρίσεις αυτές υιοθέτησε και η πρόσφατη υπ’ αρ. 229/2014 απόφαση της Ολομέλειας του Σ.τ.Ε., η οποία είναι άψογα θεμελιωμένη.

Επομένως, η διάταξη αυτή έθεσε τον βασικό κανόνα: Ουδεμία άδεια ιδρύσεως  φαρμακείου χορηγείται καθ’ υπέρβαση των οριζόμενων πληθυσμιακών ορίων (1/1000).

Πρόκειται για τον θεμελιώδη κανόνα, ο οποίος προσφέρει στο κείμενό του και την τελολογία του, κατά τρόπο ώστε αυτή να μην μπορεί να αμφισβητηθεί και να αποτελεί υποχρεωτικά τον ερμηνευτικό οδηγό και για τις υπόλοιπες μεθόδους ερμηνείας των συναφών διατάξεων.

Η εξαίρεση στον κανόνα αυτό θεσπίσθηκε με την παρ. 6 του άνω άρθρου 36 και είναι η ακόλουθη:

Επιτρέπεται η ίδρυση νέου φαρμακείου κατ’ εξαίρεση των πληθυσμιακών ορίων υπό τον όρο της συστεγάσεώς του με ήδη λειτουργούν φαρμακείο.

Ο σκοπός του νομοθέτη ήταν σαφής. Επιδιώχθηκε, όπως ρητά αναφέρεται και στην αιτιολογική έκθεση του άνω νόμου, η αύξηση των θέσεων εργασίας για τους άνεργους ή υποαπασχολούμενους πτυχιούχους φαρμακοποιούς, δίχως να δημιουργούνται επιπρόσθετες θέσεις (πόρτες)  φαρμακείων.

Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η κατ’ εξαίρεση του βασικού κανόνα, δηλαδή των πληθυσμιακών ορίων, χορήγηση αδειών ιδρύσεως φαρμακείων, αποτελεί εξαιρετικό δίκαιο και εξυπηρετεί αποκλειστικά συγκεκριμένους σκοπούς. Η εξαίρεση δεν μπορεί να ανατρέπει τον κανόνα και οι εξαιρέσεις πρέπει να ερμηνεύονται στενά (Singularianonsuntextendenda).

Επομένως, αφού η εξαιρετική αυτή διάταξη θεσπίσθηκε για να προσφέρει μία θέση εργασίας σε νέους φαρμακοποιούς, ποιο σκοπό εξυπηρετεί η παρεχόμενη δυνατότητα σε όλους τους φαρμακοποιούς να ιδρύουν περισσότερα ο καθένας τους φαρμακεία κατ’ εξαίρεση των πληθυσμιακών ορίων, πέραν δηλαδή αυτών που δύνανται εντός πληθυσμιακών ορίων;

Η διάταξη πρέπει επομένως να εξετασθεί ως προς την ουσία της και να υποστεί ενδεχομένως τροποποιήσεις ανάλογα με τον επιδιωκόμενο σκοπό, λαμβανομένης υπόψη της υπερπληθώρας των φαρμακείων που υπάρχουν στη χώρα και της τραγικής οικονομικής κατάστασης στην οποία έχουν περιέλθει, συνεπεία των γνωστών μέτρων που θεσπίσθηκαν στο χώρο του φαρμάκου και των φαρμακείων.

Ωστόσο, ο αντίλογος στις σκέψεις αυτές, θα ήταν ο εξής:

Εφόσον με την κατ’ εξαίρεση των πληθυσμιακών ορίων χορήγηση αδειών ιδρύσεως φαρμακείων, που υποχρεωτικά θα συστεγάζονται με ήδη λειτουργούντα φαρμακεία, δεν καταστρατηγείται ο βασικός κανόνας της τήρησης των πληθυσμιακών ορίων, καθόσον δεν δημιουργούνται νέες θέσεις φαρμακείων, σε τι θα έβλαπτε η συνεργασία των φαρμακοποιών, νέων και «παλαιών» (ευθέως ή χιαστί), δημιουργώντας οικονομίες κλίμακος και εισφέροντας νέα κεφάλαια στις επιχειρήσεις των φαρμακείων, λαμβανομένου υπόψη ότι για την υλοποίηση της συστεγάσεως απαιτείται η αποδοχή του λειτουργούντος το υπό συστέγαση φαρμακείο φαρμακοποιού, η έλλειψη της οποίας καθιστά τη διάταξη κενή περιεχομένου;

Η αιωρούμενη υποψία είναι ότι οργανωμένα οικονομικά συμφέροντα θα επιδιώξουν, κάνοντας χρήση των δυνατοτήτων που παρέχει η διάταξη, να δημιουργήσουν αλυσίδες φαρμακείων με άγνωστες επιπτώσεις στο ανταγωνιστικό περιβάλλον των φαρμακείων. Για τούτο δε αρκεί ένας και μόνο φαρμακοποιός, ο οποίος, σε ειδική συμφωνία με τους ενδιαφερόμενους επενδυτές, θα μπορούσε να συγκεντρώσει στο όνομά του σημαντικό αριθμό, κατά παρέκκλιση των πληθυσμιακών ορίων, νέων αδειών ιδρύσεως φαρμακείων.

Ωστόσο, εκκρεμεί πάντα η προϋπόθεση ότι αντίστοιχα λειτουργούντα φαρμακεία θα στέρξουν στη συστέγαση μαζί τους.

Ένας άλλος βασικός προβληματισμός είναι τι θα συμβεί αν αρχίσουν οι αποσυστεγάσεις και μεταβιβάσεις των φαρμακείων αυτών μέσω συστεγάσεων – αποσυστεγάσεων και αν έτσι εμμέσως θα καταστρατηγηθεί ο βασικός κανόνας των πληθυσμιακών περιορισμών. Το τοπίο αυτό πρέπει να ιχνηλατηθεί υπό αυτό το πρίσμα με περισσότερη προσοχή και νηφαλιότητα, ώστε να καταμετρηθούν οι ουσιαστικές παρενέργειες της συγκεκριμένης ρύθμισης.

Περαιτέρω, ένα ζήτημα που τίθεται εν όψει της ιδρύσεως περισσότερων φαρμακείων υπό οποιαδήποτε εκδοχή, από έναν και τον αυτό φαρμακοποιό, είναι πώς θα διευθύνονται τα φαρμακεία αυτά, εν όψει του ανέφικτου της φυσικής παρουσίας του αδειούχου φαρμακοποιού σε όλα τα φαρμακεία του και της διάταξης του άρθρου 10 του Ν. 5607/1932, κατά τις προβλέψεις του οποίου «Το φαρμακείο διευθύνεται αυτοπροσώπως υπό του αδειούχου φαρμακοποιού».

Η απάντηση ενδεχομένως βρίσκεται:

-               Είτε στο τρίτο εδάφιο του άρθρου 7 του Ν. 4172/2013 που ορίζει ότι «τα φαρμακεία λειτουργούν υπό τη διαρκή παρουσία και επίβλεψη αδειούχου φαρμακοποιού», υπό την έννοια ότι αρκεί, για την νόμιμη λειτουργία τους απόντος του αδειούχου – ιδιοκτήτη, ένας μισθωτός φαρμακοποιός που έχει άδεια εξασκήσεως επαγγέλματος φαρμακοποιού.

-               Είτε, συνδυαστικά, με τις διατάξεις των άρθρων 1-3 του Π.Δ. 1/10-02-1933 περί προσωπικού των φαρμακείων, όπου περιλαμβάνεται ειδική μνεία για τον «βοηθό επιστήμονα φαρμακοποιό» και τις εκεί αναφερόμενες αρμοδιότητες – υποχρεώσεις του, που θα είναι προφανώς μισθωτός.

Άλλως, είναι αναγκαία σχετική νομοθετική ρύθμιση.

Ένα άλλο ζήτημα, φορολογικής φύσεως, είναι αν οι περισσότερες ατομικές επιχειρήσεις εκμετάλλευσης φαρμακείων ενός φαρμακοποιού θα εξυπηρετούνται με ένα ΑΦΜ.

Τέλος, πρέπει να παρατηρηθεί ότι ο φαρμακοποιός που θα ιδρύει φαρμακεία υπαγόμενα στην αρμοδιότητα διαφορετικών φαρμακευτικών συλλόγων, πρέπει να προβαίνει στην αντίστοιχη εγγραφή στον οικείο σύλλογο. Προσδοκάται λοιπόν ότι θα μεταβληθεί αντίστοιχα και ο αριθμός των μελών των φαρμακευτικών συλλόγων υποδοχής.

Β.Β. Ως προς τη συστέγαση φαρμακείων με άλλα καταστήματα

Από εδώ και στο εξής είναι επιτρεπτή η συστέγαση ενός φαρμακείου με άλλο κατάστημα, όπως προσδιορίζεται αντίστοιχα στην καταργούμενη διάταξη. Αναγκαίως πρέπει να διευκρινισθούν τα παρακάτω ζητήματα:

1.            Κατάστημα, υπό την έννοια του σχολιαζόμενου νέου νόμου, είναι σημείο στο οποίο ασκείται εμπορική δραστηριότητα πώλησης προϊόντων και όχι παροχής υπηρεσιών. Συνεπώς δεν είναι δυνατή η συστέγαση ενός φαρμακείου π.χ. με ιδιωτική κλινική ή διαγνωστικό κέντρο ή ιατρείο ή ασφαλιστική εταιρεία ή δικηγορικό γραφείο κ.λπ. που παρέχουν αμιγώς τις αντίστοιχες υπηρεσίες.

2.            Συστέγαση είναι η συλλειτουργία στον ίδιο χώρο (κατάστημα) δύο χωριστών μεταξύ τους επιχειρήσεων.

[Προσοχή: Δεν πρέπει να συγχέεται η προκείμενη συστέγαση με το ιδιότυπο καθεστώς της συστέγασης δύο ομοειδών επιχειρήσεων, όπως είναι τα φαρμακεία, που δημιουργούν για την κοινή εκμετάλλευσή τους ένα νομικό πρόσωπο μεταξύ τους (εταιρεία)].

Οι χωριστές αυτές επιχειρήσεις, κατά την έννοια του νέου νόμου, θα λειτουργούν αυτόνομα, στον ίδιο βέβαια χώρο, ως ανεξάρτητα νομικά πρόσωπα (εταιρείες) ή ατομικές επιχειρήσεις, με διαφορετική εμπορική δραστηριότητα, ξεχωριστό ΑΦΜ κ.λπ.

Διαφορετική ερμηνευτική προσέγγιση, στην περίπτωση συστέγασης π.χ. ενός φαρμακείου με ένα μανάβικο ή ένα βιβλιοπωλείο, θα ισοδυναμούσε με την παραδοχή ότι ένα φαρμακείο μπορεί να εμπορεύεται, πέραν των φαρμάκων, και φρούτα ή βιβλία και αντίστοιχα, ένα μανάβικο ή βιβλιοπωλείο, μπορεί να πωλεί και φάρμακα.

3.            Οι συστεγαζόμενες επιχειρήσεις είναι μεν αυτοτελείς, ως διακεκριμένα νομικά πρόσωπα ή ατομικές επιχειρήσεις, ωστόσο αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορούν να ανήκουν στον ίδιο επιχειρηματία, όσον αφορά τουλάχιστον τον φαρμακοποιό.

Παράδειγμα:

Σε ένα μεγάλο κατάστημα συστεγάζονται ένα φαρμακείο και ένα βιβλιοπωλείο, ως χωριστές επιχειρήσεις. Ο φαρμακοποιός μπορεί να είναι ιδιοκτήτης και του βιβλιοπωλείου. Το αντίθετο δεν μπορεί να συμβαίνει. Ο ιδιοκτήτης δηλαδή του βιβλιοπωλείου, εφόσον δεν είναι φαρμακοποιός, δεν δικαιούται να εκμεταλλεύεται φαρμακείο, γιατί η άδεια ίδρυσης και λειτουργίας φαρμακείου χορηγείται αποκλειστικά σε φαρμακοποιό, ο οποίος είναι και ο αδιαφιλονίκητος ιδιοκτήτης του.

Είναι άλλο το ζήτημα εάν οι εμπλεκόμενοι σε μία τέτοια συνεργασία, προέλθουν μεταξύ τους σε μη επιτρεπόμενες από το νόμο συμφωνίες (εκμισθώσεις αδειών κ.λπ.) Τέτοιες περιπτώσεις υπήρξαν ενδεχόμενα στο παρελθόν, θα υπάρξουν αντίστοιχα και στο μέλλον.

4.            Το άρθρο 4 του Ν. 1963/1991 που ορίζει τις προδιαγραφές που πρέπει να έχει ένα φαρμακείο και τα τμήματα από τα οποία απαρτίζεται, παραμένει σε ισχύ, πλην της διαφοροποίησης για το εμβαδόν του φαρμακοπωλείου που αναφέρεται κατωτέρω.

Συνεπώς το φαρμακείο πρέπει να διαθέτει:

α. Εργαστήριο καθαρού εμβαδού 10 τ.μ.

β. Αποθήκη καθαρού εμβαδού 5 τ.μ.

γ. Τουαλέτα με προθάλαμο συνολικού εμβαδού 2,5 τ.μ.

δ. Φαρμακοπωλείο.

Η περίπτωση α’ της παραγράφου 3 του άρθρου 4 του Ν. 1963/1991 που όριζε το εμβαδόν του φαρμακοπωλείου σε 30 τ.μ. αντικαταστάθηκε.

Του λοιπού δεν υφίσταται περιορισμός στην επιφάνεια του φαρμακοπωλείου, πλην της υποχρέωσης να λειτουργεί στο ισόγειο του καταστήματος και να είναι χώρος κύριας χρήσεως.

5.            Η παράγραφος  2 του άρθρου 4 του Ν. 1963/1991 που προβλέπει ότι «Το φαρμακείο πρέπει να είναι ανεξάρτητο κατάστημα, να διαθέτει επαρκή φυσικό και τεχνητό φωτισμό, αερισμό, αποχέτευση, κλιματισμό και να είναι γενικά σύμφωνο προς τις διατάξεις του Γ.Ο.Κ.», παραμένει σε ισχύ.

6.            Οι διατάξεις του άρθρου 9 του Ν. 1963/1991 που αναφέρονται στις εφημερίες – διανυκτερεύσεις των φαρμακείων παραμένουν σε ισχύ.

7.            Από το συνδυασμό των ανωτέρω 4, 5 και 6 περιπτώσεων προκύπτει ότι το κατάστημα στο οποίο θα συστεγάζεται φαρμακείο με άλλη εμπορική επιχείρηση, πρέπει να παρουσιάζει την εξής εικόνα:

α. Το φαρμακείο θα έχει είσοδο στην πρόσοψη του καταστήματος (με ρολά, θυρίδα κ.λπ.), ώστε να είναι αυτόνομα προσπελάσιμο στο κοινό κατά τις εφημερίες και διανυκτερεύσεις.

β. Το ισόγειο φαρμακοπωλείο μπορεί να έχει οποιοδήποτε εμβαδό.

γ. Το εργαστήριο, αποθήκη και τουαλέτα εκτείνονται στο ισόγειο, πέραν του φαρμακοπωλείου, μπορούν ωστόσο να στεγάζονται είτε στο υπόγειο, είτε στο ανώγειο (εξώστη), όπως και πριν, αρκεί να επικοινωνούν με το φαρμακοπωλείο με ευρεία κλίμακα.

δ. Όσον αφορά την εσωτερική διαρρύθμιση των χώρων, το φαρμακείο μπορεί να διαχωρίζεται από το υπόλοιπο κατάστημα, ενδεχομένως με κινούμενο διαφανές υλικό, κατά τρόπο ώστε να είναι εφικτή η απομόνωσή του από το υπόλοιπο κατάστημα, αποκτώντας έτσι χωρική αυτονομία, κατά τις διανυκτερεύσεις και ενδεχομένως εφημερίες, στο χρόνο που η άλλη συστεγαζόμενη επιχείρηση δεν θα λειτουργεί.



Γ.Γ. Ως προς τη μεταφορά φαρμακείων από εδαφική περιφέρεια σε άλλη εδαφική περιφέρεια

Με την καταργηθείσα διάταξη ήταν επιτρεπτή η μεταφορά φαρμακείων μόνον εντός των ορίων των Δήμων και Κοινοτήτων που είχαν λάβει άδεια ιδρύσεως, τηρουμένων των σχετικών με τις αποστάσεις διατάξεων.

Από εδώ και στο εξής, ελλείψει άλλης ειδικής διάταξης, είναι δυνατή η μεταφορά φαρμακείου από τοπική ή δημοτική κοινότητα ή δημοτική ενότητα ή δήμο, σε άλλη τοπική ή δημοτική κοινότητα ή δημοτική ενότητα κ.λπ. κατά τις διακρίσεις του άρθρου 36 παράγραφος 3 του Ν. 3918/2011, ελευθέρως και ανεξαρτήτως αποστάσεως, υπό την ρητή όμως προϋπόθεση τήρησης των πληθυσμιακών ορίων (1/1000) στον τόπο υποδοχής.

Παράδειγμα:

α. Ένα φαρμακείο που λειτουργεί στο Δήμο Περιστερίου Αττικής δύναται να μεταφερθεί στη Δημοτική Ενότητα Πεταλούδων του Δήμου Ρόδου, αν στη συγκεκριμένη δημοτική ενότητα είναι επιτρεπτή η λειτουργία νέου φαρμακείου, τηρουμένης της αναλογίας ένα φαρμακείο ανά χίλιους κατοίκους. Διαφορετικά η μεταφορά αυτή είναι ανεπίτρεπτη και ως εκ τούτου ανέφικτη.

Τούτο συνάγεται:

α. Από την αιτιολογική έκθεση του νέου νόμου, σύμφωνα με την οποία «αίρεται ο περιορισμός της δυνατότητας μεταφοράς φαρμακείου μόνο εντός των ορίων του Δήμου και πλέον η μεταφορά μπορεί να πραγματοποιείται ελεύθερα, τηρουμένων των πληθυσμιακών ορίων, όπως ισχύουν».

β. Από την ταυτόσημη αντίστοιχη γνώμη της Επιστημονικής Επιτροπής της Βουλής που συνοδεύει τον ψηφισθέντα νέο νόμο.

γ. Από το πνεύμα και την γραμματική διατύπωση της διάταξης της άνω παρ. 1 του άρθρου 36 Ν. 3918/2011, κατά τους ορισμούς της οποίας, η λήψη άδειας ίδρυσης και λειτουργίας φαρμακείου υπόκειται στους περιορισμούς των πληθυσμιακών ορίων.

Όπως είναι γνωστό, με τη μη τροποποιηθείσα διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 14 Ν. 5607/1932, σε περίπτωση μεταφοράς φαρμακείου από τόπο σε τόπο εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 9 του ίδιου νόμου, σύμφωνα με τις διατάξεις του οποίου, πριν την έναρξη λειτουργίας του φαρμακείου ενεργείται επιθεώρηση από την κατά τόπο αρμόδια Περιφέρεια και τον οικείο Φαρμακευτικό Σύλλογο.

Συνεπώς για τη μεταφορά φαρμακείου από τόπο σε τόπο απαιτείται έγκριση λειτουργίας, η οποία, με βάση τη γραμματική διατύπωση της διάταξης της παρ. 1 του άρθρου 36 Ν. 3918/2011, υπόκειται στους περιορισμούς των πληθυσμιακών κριτηρίων. Η τήρηση δε των πληθυσμιακών κριτηρίων πρέπει πλέον να εξετάζεται κάθε φορά από την αρμόδια Περιφέρεια κατά τον χρόνο έγκρισης λειτουργίας του μεταφερόμενου φαρμακείου.

Διαφορετική ερμηνευτική προσέγγιση και εφαρμογή της άνω διάταξης παραβιάζει κατάφωρα τον τιθέμενο από την παράγραφο 1 του άρθρου 36 του Ν. 3918/2011 βασικό κανόνα των πληθυσμιακών κριτηρίων που συνιστά νόμιμο περιορισμό, εξυπηρετούντα το δημόσιο συμφέρον.



7β. Νέα ρύθμιση: Η περίπτωση α’ της παραγράφου 3 του άρθρου 4 του Ν. 1963/1991 αντικαθίσταται ως εξής: «α. Το φαρμακοπωλείο λειτουργεί στο ισόγειο του καταστήματος και είναι χώρος κυρίας χρήσεως».

Στο θέμα αυτό αναφέρθηκα παραπάνω. Από εδώ και στο εξής το φαρμακοπωλείο πρέπει να λειτουργεί στο ισόγειο και να είναι κυρίας χρήσεως, χωρίς οποιονδήποτε περιορισμό ως προς την επιφάνειά του.



8. Νέα ρύθμιση: «α. Οι διατάξεις του άρθρου 17 του ν.δ. 96/1973 (Α΄172) περί τιμολόγησης και ανώτατων τιμών δεν έχουν εφαρμογή επί των φαρμακευτικών προϊόντων τα οποία ταξινομούνται, με απόφαση του Ε.Ο.Φ., στα «μη συνταγογραφούμενα φάρμακα» (ΜΗ.ΣΥ.ΦΑ).

β. Για όσα ΜΗ.ΣΥ.ΦΑ κυκλοφορούν ήδη στην Ελλάδα κατά τη δημοσίευση του παρόντος, οι τιμές δεν αυξάνονται έως και την 31η Δεκεμβρίου 2016.

γ. Τα νέα ΜΗ.ΣΥ.ΦΑ που θα τεθούν σε κυκλοφορία στην Ελλάδα μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου και για τα οποία υπάρχουν ήδη σε κυκλοφορία όμοια ως προς τις δραστικές ουσίες, τις περιεκτικότητες και τις φαρμακοτεχνικές μορφές, θα διατίθενται στις ίδιες ή κατώτερες τιμές με αυτές των ομοίων ήδη κυκλοφορούντων, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας υποπαραγράφου, ενώ αυτά με δραστικές ουσίες που δεν υπάρχουν στην ελληνική αγορά, τιμολογούνται με βάση τον μέσο όρο των τριών χαμηλότερων χωρών−μελών της Ε.Ε. και, στη συνέχεια, εφαρμόζονται οι διατάξεις της παρούσας υποπαραγράφου. Για υπάρχοντα φάρμακα του θετικού ή αρνητικού καταλόγου που θα χαρακτηριστούν αρμοδίως από τον ΕΟΦ ως ΜΗ.ΣΥ.ΦΑ, ισχύουν στη συνέχεια οι διατάξεις της παρούσας υποπαραγράφου. Δεν επιτρέπεται αύξηση των τιμών των ΜΗ.ΣΥ.ΦΑ. έως την 31η Δεκεμβρίου 2016.

δ. Οι περιορισμοί στις εκπτώσεις, καθώς και η διαδικασία γνωστοποίησης πωλήσεων δεν έχουν εφαρμογή επί των φαρμακευτικών προϊόντων που χορηγούνται με απόφαση του Ε.Ο.Φ. χωρίς ιατρική συνταγή ως «μη συνταγογραφούμενα φάρμακα» (ΜΗ.ΣΥ.ΦΑ. ή Ο.Τ.C.).

ε. Με απόφαση του Υπουργού Υγείας καθορίζεται κάθε σχετική λεπτομέρεια για την εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων ως προς τη διάθεση και την τιμολόγηση των ΜΗ.ΣΥ.ΦΑ.

στ. Κάθε αντίθετη διάταξη με την παρούσα υποπαράγραφο και ειδικότερα οι διατάξεις περί ανώτατης χονδρικής τιμής, ανώτατης λιανικής τιμής, καθαρής τιμής παραγωγού ή εισαγωγέα, περί τιμολόγησης γενοσήμων, η διαδικασία και τα δικαιολογητικά για τον καθορισμό ή μεταβολή τιμής, η τιμολόγηση φαρμάκων αναφοράς, οι χορηγούμενες πιστώσεις, οι περιορισμοί στις εκπτώσεις καθώς και η διαδικασία γνωστοποίησης πωλήσεων δεν έχουν εφαρμογή επί των φαρμακευτικών προϊόντων που χορηγούνται με απόφαση του Ε.Ο.Φ. χωρίς ιατρική συνταγή ως «μη συνταγογραφούμενα φάρμακα» (ΜΗ.ΣΥ.ΦΑ. ή Ο.Τ.C.)».

Η ρύθμιση αυτή που αφορά τα ΜΗ.ΣΥ.ΦΑ. είναι ιδιαίτερα λεπτομερής και σαφής και δεν χρήζει σχολιασμού.

Η αιτιολογική έκθεση του νόμου προσφέρει άλλωστε στον αναγνώστη μία ιδέα για τον επιδιωκόμενο σκοπό της ρύθμισης.



9. Νέα ρύθμιση: «Οι παράγραφοι 1 έως και 4 του άρθρου 11 του Ν. 5607/1932 καταργούνται».

Οι καταργούμενες διατάξεις είναι οι εξής:

«Άρθρο ΙΙ. 1. Φαρμακείο που βρίσκεται σε λειτουργία δεν μπορεί να μείνει κλειστό, χωρίς άδεια της αρμόδιας Αρχής, περισσότερο από τρεις ημέρες.

2. Άδεια για προσωρινό κλείσιμο του φαρμακείου χορηγείται:

α. Για χρονικό διάστημα μέχρι έξι μήνες:

- Για μεταφορά ή ανακαίνιση του φαρμακείου.

- Για λόγους υγείας του φαρμακοποιού.

- Για οικονομικούς ή άλλους σοβαρούς λόγους, αν κατά την κρίση της αρμόδιας Αρχής είναι αδύνατη για το φαρμακοποιό η ανεύρεση αντικαταστάτη.

β. Για χρονικό διάστημα μέχρι ένα μήνα το χρόνο, χωρίς ειδική αιτιολογία, μετά από σύμφωνη γνώμη του αρμόδιο Φαρμακευτικού Συλλόγου.

3. Σε τόπους όπου υπάρχει ένα μόνο φαρμακείο η άδεια της προηγούμενης παραγράφου χορηγείται ύστερα από σύμφωνη γνώμη του Νομάρχη και του τοπικού φαρμακευτικού συλλόγου.

4. Οι παραβάτες τιμωρούνται με απόφαση του αρμόδιου Νομάρχη με πρόστιμο μέχρι 100.000 δραχμές που εισπράττεται σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου που ισχύει για την είσπραξη δημόσιων εσόδων. Σε περίπτωση αργίας του φαρμακείου περισσότερο από 3 μήνες, χωρίς την άδεια της αρμόδιας Αρχής, ο παραβάτης φαρμακοποιός τιμωρείται με ανάκληση της άδειας ίδρυσης του φαρμακείου του».

Η κατάργηση των διατάξεων αυτών δημιουργεί ορισμένα ερωτηματικά ουσίας και συνάφειας σε σχέση με τον δηλούμενο επιδιωκόμενο σκοπό.

Στην εισηγητική έκθεση του νόμου, στο σκέλος που αφορά την αντικατάσταση – βελτίωση των ρυθμίσεων περί του ωραρίου λειτουργίας των φαρμακείων, αναφέρεται, αν αντιλαμβάνομαι ορθώς, ότι οι συγκεκριμένες διατάξεις καταργούνται γιατί είναι ασύμβατες με τις νέες ρυθμίσεις περί ωραρίου.

Η παραδοχή αυτή μάλλον ξενίζει γιατί οι καταργούμενες διατάξεις δεν αφορούν, άλλως εξαιρετικά εμμέσως αγγίζουν ζητήματα που συναρτώνται με το ωράριο της καθημερινής λειτουργίας των φαρμακείων.

Όπως έκρινε και η υπ’ αρ. 229/2014 απόφαση του Σ.τ.Ε. «Τα φαρμακεία δεν αποτελούν αμιγώς εμπορικές επιχειρήσεις, αλλά ιδιότυπα καταστήματα, στα οποία συνδυάζεται η υπεύθυνη επιστημονική δραστηριότητα και η κοινωνική αποστολή με την εμπορική εκμετάλλευση. Περαιτέρω, εκ του λόγου ότι τα διατιθέμενα στα φαρμακεία αγαθά, αναγκαία για τη διαφύλαξη και την αποκατάσταση της ανθρώπινης υγείας, είναι ζωτικής σπουδαιότητος για το κοινωνικό σύνολο, υφίσταται έντονο κρατικό ενδιαφέρον για τη ρύθμιση τόσο τη ασκήσεως όσο και της προσβάσεως στο επάγγελμα του φαρμακοποιού, το οποίο συνδέεται αρρήκτως με την προστασία της δημόσιας υγείας».

Εκτιμώ ότι οι καταργηθείσες διατάξεις αποσκοπούσαν στην άσκηση κρατικού ελέγχου ως προς την κανονικότητα λειτουργίας των φαρμακείων σε διαρκή χρόνο μέσα σε ένα οργανωμένο και σαφώς προσδιορισμένο πλαίσιο, ώστε να μην διακυβεύεται η υγεία των πολιτών συνεπεία της άτακτης και μη προϋπολογισμένης λειτουργίας τους.

Με την κατάργηση των διατάξεων αυτών ο μόνος κανόνας στον οποίο θα υπακούουν τα φαρμακεία, ως προς τη λειτουργία τους, θα είναι η τήρηση των εφημεριών και διανυκτερεύσεων.

Κατά τα λοιπά θα μπορούν οποτεδήποτε να ανοιγοκλείνουν ελεύθερα, άνευ αιτιολογίας και γνώσης των αρμοδίων αρχών και των οικείων φαρμακευτικών συλλόγων.

Οι τυχόν παρενέργειες της συγκεκριμένης ρύθμισης θα εμφανισθούν στην πράξη, ας ελπίσουμε χωρίς ταλαιπωρία του κοινού.



12. Νέα ρύθμιση: «12. Η παράγραφος 2 του άρθρου 36 του ν. 3918/2011 αντικαθίσταται ως εξής: «α) Όλα τα φαρμακεία μπορούν να λειτουργούν κατά τις απογευματινές ώρες από Δευτέρα έως Παρασκευή, καθώς και το Σάββατο. Με την επιφύλαξη του εδαφίου β΄ της παρούσας παραγράφου, η επιλογή και τήρηση τυχόν διευρυμένου ωραρίου λειτουργίας φαρμακείου γίνεται ελεύθερα από τον εκάστοτε αδειούχο φαρμακοποιό. Το διευρυμένο ωράριο δεν είναι υποχρεωτικό να δηλωθεί εκ των προτέρων στους οικείους φαρμακευτικούς συλλόγους και στον αρμόδιο Περιφερειάρχη και δεν είναι απαραίτητο να ταυτίζεται ή να συμπίπτει με αυτό των εφημεριών, όπως αυτές ορίζονται από τον οικείο φαρμακευτικό σύλλογο.

β) Σε περίπτωση που ο οικείος φαρμακοποιός επιθυμεί να τηρήσει διευρυμένο ωράριο και το φαρμακείο να περιλαμβάνεται στους μηνιαίους πίνακες εφημεριών των οικείων φαρμακευτικών συλλόγων αναφορικά με το διευρυμένο αυτό ωράριο, ο φαρμακοποιός υποχρεούται να δηλώσει το διευρυμένο ωράριο στους οικείους φαρμακευτικούς συλλόγους και στον αρμόδιο Περιφερειάρχη μέχρι την 20ή Μαΐου και την 20ή Νοεμβρίου κάθε έτους, προκειμένου να λειτουργεί το φαρμακείο κατά το πρώτο ή το δεύτερο εξάμηνο κάθε έτους αντίστοιχα. Ο οικείος Περιφερειάρχης υποχρεούται να ανακοινώνει το σύνολο των δηλώσεων των φαρμακοποιών μέχρι τις 31 Μαΐου και 30 Νοεμβρίου αντίστοιχα, οι δε οικείοι φαρμακευτικοί σύλλογοι υποχρεούνται να αναφέρουν στους μηνιαίους πίνακες εφημεριών και τα φαρμακεία που λειτουργούν πέραν του νομίμου ωραρίου. Το διευρυμένο ωράριο στην περίπτωση του παρόντος εδαφίου β΄ θα πρέπει να συμπίπτει κατ’ ελάχιστον με αυτό των εφημεριών όπως το ορίζει ο οικείος φαρμακευτικός σύλλογος και θα πρέπει να τηρείται για όλο το χρονικό διάστημα που έχει δηλώσει ο φαρμακοποιός. Η μη τήρηση του διευρυμένου ωραρίου στην περίπτωση του παρόντος εδαφίου β΄ επιφέρει τις προβλεπόμενες από την ισχύουσα νομοθεσία για τις εφημερίες κυρώσεις.

γ) Με απόφαση του Υπουργού Υγείας ρυθμίζεται κάθε τεχνική λεπτομέρεια εφαρμογής της παρούσας παραγράφου.»

Οι παραπάνω διατάξεις περί του ωραρίου λειτουργίας των φαρμακείων είναι σαφείς ως προς το περιεχόμενό τους και δεν  χρήζουν ειδικότερων διευκρινίσεων.

Η εφαρμογή τους είναι άμεση, όπως κρίθηκε και από παλαιότερες αποφάσεις του Σ.τ.Ε., αναμένονται ωστόσο αποφάσεις του Υπουργού Υγείας για τη ρύθμιση τυχόν τεχνικών λεπτομερειών.

Μετά από δεύτερη ανάγνωση των νέων ρυθμίσεων επιφυλάσσομαι να επανέλθω.

Αθήνα, 10-04-2014

Χρήστος Αρβανίτης

-----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΥΜΑ ΑΠΟΛΟΓΙΩΝ ΦΑΡΜΑΚΟΠΟΙΩΝ ΣΤΟΝ Ε.Ο.Φ. ΓΙΑ ΕΞΑΓΩΓΕΣ ΦΑΡΜΑΚΩΝ (περίπτωση BIOMEDPHARMA LTD)

Τις ημέρες αυτές αποστέλλονται από τον Ε.Ο.Φ. κλήσεις προς φαρμακοποιούς για παροχή απόψεων σχετικά με πωλήσεις φαρμάκων προς την εταιρεία BIOMEDPHARMALTD, η οποία φέρεται να τα προώθησε περαιτέρω στο εξωτερικό. Διαδικαστικά, ο Ε.Ο.Φ., μετά την αξιολόγηση των εξηγήσεων των φαρμακοποιών, θα εισηγηθεί στον Υπουργό Υγείας το ύψος των επιβλητέων προστίμων.

Στο πρώτο κύμα απολογιών (αφορούσε τις περιπτώσεις δύο φαρμακαποθηκών) η εξέλιξη είναι η εξής:

Ο Ε.Ο.Φ., με απόφαση του Διοικητικού του Συμβουλίου στη συνεδρίαση της 18-04-2013, εισηγήθηκε στον Υπουργό Υγείας την επιβολή διοικητικών προστίμων σε βάρος 213 φαρμακοποιών, που συναλλάχθηκαν με τις άνω φαρμακαποθήκες, σύμφωνα με την παρακάτω κατηγοριοποίηση, ανάλογα με την αξία των πωλήσεων (τιμολόγια) και αναμένονται οι αποφάσεις του Υπουργού.

1.            Για πωλήσεις αξίας έως 500 ευρώ, πρόστιμο 500 ευρώ.

2.            Για πωλήσεις αξίας από 500 έως 1.000 ευρώ, πρόστιμο 1.000 ευρώ.

3.            Για πωλήσεις αξίας από 1.000 έως 5.000 ευρώ, πρόστιμο 2.000 ευρώ.

4.            Για πωλήσεις αξίας από 5.000 έως 20.000 ευρώ, πρόστιμο 3.000 ευρώ.

5.            Για πωλήσεις αξίας από 20.000 έως 50.000 ευρώ, πρόστιμο 6.000 ευρώ.

6.            Για πωλήσεις αξίας από 50.000 έως 100.000 ευρώ, πρόστιμο 9.000 ευρώ.

7.            Για πωλήσεις αξίας από 100.000 έως 200.000 ευρώ, πρόστιμο 11.000 ευρώ.

8.            Για πωλήσεις αξίας πάνω από 200.000 ευρώ, πρόστιμο 13.200 ευρώ.

Όσον αφορά τις αναμενόμενες αποφάσεις του Υπουργού Υγείας και το ύψος των προστίμων, με βάση την άνω πρόταση του ΕΟΦ, ΠΡΟΣΟΧΗ στα εξής:

Το άρθρο 19 παρ. 12 του Ν.Δ. 96/1973 ορίζει ότι: «Τα διοικητικά πρόστιμα επιβάλλονται με απόφαση του Υπουργού Υγείας, ύστερα από ΠΡΟΤΑΣΗ του Δ.Σ. του Ε.Ο.Φ. και εισπράττονται κατά τις διατάξεις του ΚΕΔΕ».

Ισχύει όμως παράλληλα και το άρθρο 20 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (Ν. 2690/1999) που ορίζει ότι: «Το Όργανο που έχει την αποφασιστική αρμοδιότητα, δεν μπορεί να εκδώσει πράξη με περιεχόμενο διαφορετικό από αυτό … της πρότασης».

Η κρατούσα άποψη (θεωρία – νομολογία) δέχεται ότι το Όργανο που αποφασίζει έχει δύο δυνατότητες:

α. Να αποδεχθεί την πρόταση και να προχωρήσει στην έκδοση απόφασης με όμοιο περιεχόμενο.

β. Να απορρίψει την πρόταση και να απόσχει από την έκδοση απόφασης.

ΔΗΛΑΔΗ, στην περίπτωσή μας, ο Υπουργός Υγείας δικαιούται, είτε να επιβάλει τα προτεινόμενα από τον Ε.Ο.Φ. πρόστιμα, είτε να απορρίψει την πρόταση και να μην εκδώσει (καθόλου) αποφάσεις επιβολής προστίμων. Ο Υπουργός δεν δικαιούται να ελαττώσει ή αυξήσει τα προτεινόμενα από τον Ε.Ο.Φ. πρόστιμα.

2. Οι πωλήσεις φαρμάκων από τα φαρμακεία προς τις φαρμακαποθήκες έγιναν κυρίως το 2012. Τότε ίσχυε η Κ.Υ.Α. ΔΥΓ3α/οικ.82161/24-08-2012, που αναπροσάρμοσε τα προβλεπόμενα στο άρθρο 19 του Ν.Δ. 96/73 πρόστιμα και όρισε ως μέγιστο το ποσό των 13.200 ευρώ, για την περίπτωση παράβασης του άρθρου 19 παρ. 2 που αφορά την τήρηση των κανόνων της καλής φύλαξης και διάθεσης φαρμάκων από τους φαρμακοποιούς.

Το Δ.Σ. του Ε.Ο.Φ., στη συνεδρίασή του της 18-04-2013 έλαβε υπόψη αυτή τη διάταξη και κατηγοριοποίησε τα πρόστιμα με βάση το μέγιστο επιτρεπόμενο πρόστιμο ύψους 13.200 ευρώ.

ΩΣΤΟΣΟ, η ανωτέρω Κ.Υ.Α. καταργήθηκε και από 29-04-2013 ισχύει η Κ.Υ.Α. ΔΥΓ3α/ΓΠ 32221/29-04-2013 (άρθρο 175), η οποία αύξησε το μέγιστο πρόστιμο από 13.200 ευρώ σε 40.000 ευρώ.

ΠΡΟΣΟΧΗ ΛΟΙΠΟΝ: Ο Ε.Ο.Φ. και ο Υπουργός Υγείας και στις περιπτώσεις των φαρμακοποιών που πούλησαν φάρμακα στη BIOMEDPHARMALTD , πρέπει να εφαρμόσουν την πρώτη Κ.Υ.Α. που ίσχυε κατά τον χρόνο τέλεσης της παράβασης, της πραγματοποίησης δηλαδή των πωλήσεων (μέγιστο πρόστιμο 13.200 ευρώ), διαφορετικά, κατά τη διακριτική τους ευχέρεια, να περιορίσουν το ύψος του επιβλητέου μέγιστου προστίμου στο ποσό των 13.200 ευρώ αντί των 40.000 ευρώ, ώστε να μην προκληθεί άνιση μεταχείριση μεταξύ των φαρμακοποιών του πρώτου και δεύτερου (περίπτωση BIOMEDPHARMA) κύματος.

Ως προς την ουσία της υπόθεσης, σημειώνω και τα εξής, πέραν όσων αναφέρονται στη μελέτη που ανάρτησα παλαιότερα στο sitewww.arvanitislaw.gr, σχετικά με το νομικό καθεστώς που διέπει τις εξαγωγές φαρμάκων.

Η εντύπωση που επικρατεί στην ελληνική κοινωνία (που δημιουργήθηκε εν πολλοίς από την προηγούμενη ηγεσία του Υπουργείου Υγείας και κάποια μέσα μαζικής ενημέρωσης) είναι ότι η εμφανισθείσα περί το τέλος 2012 έλλειψη φαρμάκων στην ελληνική αγορά δεν οφειλόταν κυρίως στον ανεπαρκή εφοδιασμό της από τους αντίστοιχους παραγωγούς ή εισαγωγείς, αλλά αποκλειστικά στις «παράνομες» εξαγωγές φαρμάκων που έγιναν από 3-4 φαρμακεμπορικές επιχειρήσεις και 400-450 φαρμακεία.

Ως παράνομες δε εξαγωγές χαρακτηρίσθηκαν μόνον εκείνες που πραγματοποιήθηκαν από τις παραπάνω εταιρείες και φαρμακεία. Η προσέγγιση αυτή δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα και σε κάθε περίπτωση δεν συμβάλλει ούτε στην ουσιαστική λύση του προβλήματος, ούτε στη βελτίωση των σχέσεων μεταξύ των φορέων που συγκροτούν την αλυσίδα διακίνησης των φαρμάκων, ούτε στην αποκατάσταση της γενικότερης κοινωνικής συνοχής που, όπως όλοι θυμόμαστε, είχε διασαλευθεί βάναυσα το επίμαχο διάστημα.

Όλοι γνωρίζουν και πρωτίστως η Πολιτεία είχε και έχει χρέος να παραδεχθεί, έστω και όψιμα, ότι η έλλειψη των φαρμάκων στην αγορά είχε ως γενεσιουργό αιτία την δραστική μείωση των τιμών τους στην ελληνική αγορά. Τούτο προφανώς απέτρεπε τους παραγωγούς και εισαγωγείς να ασχοληθούν με την ελληνική αγορά.

Παράλληλα, λόγω της δημιουργηθείσας μεγάλης διαφοράς των τιμών στην Ελλάδα, σε σχέση με τις ξένες αγορές, αυξήθηκε το εξαγωγικό ενδιαφέρον των ελληνικών φαρμακεμπορικών επιχειρήσεων, οι οποίες, στο πλαίσιο των νόμιμων ενδοκοινοτικών συναλλαγών προέβησαν σε παράλληλες εξαγωγές και έτσι βελτίωσαν τα ισχνά περιθώρια κέρδους που απολαμβάνουν στην ελληνική αγορά.

Επομένως, η έλλειψη φαρμάκων, οφειλόμενη κυριαρχικά στον ανεπαρκή εφοδιασμό της αγοράς από τους αντίστοιχους παραγωγούς και εισαγωγείς, επιδεινώθηκε από τις παράλληλες εξαγωγές.

Ωστόσο, είναι εδώ κρίσιμο να τονισθεί ότι οι εξαγωγές φαρμάκων στις οποίες είχαν εμπλοκή οι φαρμακοποιοί αντιστοιχούν στο 2% των συνολικών παράλληλων εξαγωγών που διενήργησαν οι φαρμακεμπορικές επιχειρήσεις.

Είναι εύλογο συνεπώς το εξής ερώτημα:

Οι παράλληλες εξαγωγές των υπολοίπων φαρμάκων, αξίας άνω του 1 δις ευρώ το έτος 2011, θεωρούνται νόμιμες;

Η απάντηση στο ερώτημα εξαρτάται από την ερμηνεία που δίδεται στην παρακάτω διάταξη του άρθρου 12Α του Ν.Δ. 96/1973.

 

ΑΡΘΡΟ 12Α:            

1.  Μετά την κάλυψη των αναγκών που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο, οι κάτοχοι άδειας χονδρικής πώλησης φαρμάκων δύνανται να εξάγουν φάρμακα ανθρώπινης χρήσης μόνο εφόσον προμηθεύτηκαν τα εξαγόμενα φάρμακα απευθείας από φαρμακευτικές επιχειρήσεις. Οι ταινίες γνησιότητας των εξαγόμενων φαρμάκων ακυρώνονται διά διαγραφής με ανεξίτηλο μελάνι και ο ειδικός αριθμός έγκρισής τους καταχωρείται σε κατάσταση που αποστέλλεται στον Ε.Ο.Φ. όπου και φυλάσσεται επί διετία. Για την παρακολούθηση της επάρκειας της αγοράς σε φάρμακα ανθρώπινης χρήσης, τα σχετικά παραστατικά προμήθειας των εν λόγω φαρμάκων, σύμφωνα με τα ανωτέρω, φυλάσσονται υποχρεωτικά επί διετία και είναι ανά πάσα στιγμή διαθέσιμα για έλεγχο από τους αρμόδιους φορείς.

2. Οι κάτοχοι άδειας χονδρικής πώλησης φαρμάκων που πραγματοποιούν εξαγωγές σε χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης πωλούν απευθείας και μόνο σε πρόσωπα που έχουν άδεια να διαθέτουν φάρμακα, κατά το δίκαιο του Κράτους Μέλους προορισμού. Τα φαρμακευτικά ιδιοσκευάσματα που εξάγονται πρέπει να έχουν λάβει άδεια κυκλοφορίας στο Κράτος προορισμού από τον εισαγωγέα τους και παράλληλα φάρμακα που εξάγονται σε τρίτες χώρες εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης να έχουν έγκριση από τον Ε.Ο.Φ. και να εξάγονται από τους παραγωγούς τους.

3.  Για τη διασφάλιση της γνησιότητας των εξαγόμενων φαρμάκων, οι φαρμακαποθήκες που πραγματοποιούν εξαγωγές δεν διαμεσολαβούν για εξαγωγές άλλων φαρμακαποθηκών.

(Σημείωση: Η διάταξη αυτή είναι σε ισχύ και δεν έχει κριθεί δικαστικά ως αντίθετη προς το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Άλλωστε, παρόμοια διάταξη –υποχρέωση δηλαδή κάλυψης των αναγκών της εσωτερικής αγοράς- περιλαμβάνει και η πρόσφατη Κ.Υ.Α. ΔΥΓ3α/ΓΠ32221/29-04-2013, στο άρθρο 106).

Ερμηνεύοντας λοιπόν τη διάταξη αυτή, εάν γίνει δεκτό ότι είναι επιτρεπτές μόνο οι παράλληλες εξαγωγές των φαρμάκων που υπερβαίνουν σε ποσότητα τις ανάγκες κάλυψης της εσωτερικής αγοράς, τότε όλες οι άλλες εξαχθείσες ποσότητες φαρμάκων που έλειψαν από τους Έλληνες ασθενείς έγιναν παρανόμως.

Ερωτήματα: Έχει θεσπίσει η Πολιτεία μηχανισμούς υπολογισμού των αναγκών της ελληνικής αγοράς και, αν ναι, ερεύνησε αν και πόσες ποσότητες φαρμάκων που έλειψαν από τους Έλληνες ασθενείς, εξάχθηκαν παρανόμως (κατά παράβαση της άνω διατάξεως) στο πλαίσιο των παράλληλων εξαγωγών, αποδίδοντας τις ανάλογες αντίστοιχα ευθύνες;

Προφανώς όχι. Ωστόσο, επειδή για κάθε κακό υπάρχει και φταίχτης που πρέπει να τιμωρηθεί, να δούμε πώς και σε ποιους απέδωσε η Πολιτεία ευθύνες και παραβατικές συμπεριφορές.

α. Στις φαρμακαποθήκες που εξήγαγαν φάρμακα κατά παράβαση της υποχρέωσης κάλυψης της ελληνικής αγοράς, ουδεμία ευθύνη.

β. Στους αρμόδιους φορείς της Πολιτείας, τους επιφορτισμένους με τον έλεγχο της αγοράς φαρμάκων για πλημμελή έλεγχο και παράλειψη οφειλόμενων ενεργειών, ουδεμία ευθύνη.

γ. Στους παραγωγούς και εισαγωγείς που, δικαίως ή αδίκως, δημιούργησαν το πρόβλημα των ελλείψεων, μη εφοδιάζοντας επαρκώς την ελληνική αγορά, πρόστιμο 5.000 ευρώ.

δ. Στις τρεις εμπλεκόμενες στις εξαγωγές εταιρείες αναμένεται η επιβολή κυρώσεων και

ε. Στους 400-450 φαρμακοποιούς απειλούνται πρόστιμα κατά πρόταση του Ε.Ο.Φ. μέγιστου ύψους 13.200 ευρώ, αν όχι μέχρι 40.000 ευρώ για τους φαρμακοποιούς του δευτέρου κύματος (BIOMEDPHARMA), σύμφωνα με τη νέα Κ.Υ.Α.

Παρατηρούμε λοιπόν ότι στον πιο αδύναμο κλάδο, στους φαρμακοποιούς, οι οποίοι:

α. Αντέδρασαν πρώτοι, μέσω των συνδικαλιστικών τους Οργάνων (Π.Φ.Σ., Φ.Σ.Α. κ.λπ.) και ανέδειξαν το θέμα της έλλειψης των φαρμάκων, επισημαίνοντας τους κινδύνους για τους Έλληνες ασθενείς.

β. Αγωνίζονται ματαίως να εισπράξουν τις απαιτήσεις τους από τον Ε.Ο.Π.Υ.Υ.

γ. Είδαν το τζίρο των επιχειρήσεών τους να μειώνεται κατά 50-60%, συνεπεία της μείωσης των τιμών των φαρμάκων και του περιθωρίου κέρδους, του rebate, της απελευθέρωσης του επαγγέλματος κ.λπ.

δ. Δέχονται βροχή κατασχετηρίων από την πλευρά των προμηθευτών τους, ζώντας καθημερινά με το άγχος της κάλυψης των επιταγών τους και τον εφιάλτη του Τειρεσία,

να ΤΙΜΩΡΟΥΝΤΑΙ ΕΚΔΙΚΗΤΙΚΑ, προφανώς κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας, σε σχέση με τους λοιπούς εμπλεκόμενους στην αλυσίδα διακίνησης των φαρμάκων.

Γιατί πράγματι, το ύψος των προστίμων που προτείνει σε βάρος τους ο Ε.Ο.Φ. είναι ιδιαίτερα υψηλό, λαμβανομένης υπόψη της οικτρής οικονομικής κατάστασης, στην οποία έχουν περιέλθει και της βαρύτητας της παραβατικής συμπεριφοράς που τους αποδίδεται. Άλλωστε, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, οι φαρμακοποιοί εξέδωσαν από 1 έως 5 τιμολόγια, μικρής ή μέσης αξίας, στο διάστημα των δύο και πλέον ετών που οι εξαγωγές φαρμάκων είχαν ανέλθει σε αστρονομικά επίπεδα.

Ενεπλάκησαν δε οι φαρμακοποιοί στη διαδικασία αυτή:

1.            Είτε από άγνοια της παρανομίας, κατά συγγνωστή νομική και πραγματική πλάνη, θεωρώντας:

α. Ότι η πώληση σε εταιρείες στη λιανική τιμή είναι επιτρεπτή και δεν συνιστά χονδρική πώληση.

β. Ότι, σε κάθε περίπτωση, οι συγκεκριμένες πωλήσεις είναι επιτρεπτές, κινούμενες στο ευρωπαϊκό πλαίσιο των παράλληλων εξαγωγών που έχει δικαστικά κριθεί ως νόμιμο, όπως πειστικά διακινείτο την εποχή εκείνη η εκδοχή αυτή σε διάφορα νομικά και άλλα δημοσιεύματα.

2. Είτε πείσθηκαν, συνηγορούντος του κλίματος της νομικής ασάφειας, ότι τα πωλούμενα φάρμακα θα πωλούνταν σε περιοχές της χώρας που αντιμετώπιζαν παντελή έλλειψη, άρα για καλό σκοπό.

3. Είτε, λόγω της συνδρομής όλων των παραπάνω, επεδίωξαν τη δημιουργία μικρής ρευστότητας για την αντιμετώπιση των αναγκών τους.

Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί και το εξής, που αφορά κυρίως την περίπτωση των φαρμακοποιών που συναλλάχθηκαν με την BIOMEDPHARMA.

Ο Ε.Ο.Φ., στις πρώτες κλήσεις που απέστειλε στους φαρμακοποιούς, αναφέρει ότι η συγκεκριμένη εταιρεία BIOMEDPHARMALTD«δεν νομιμοποιείται να κατέχει και να διαθέτει φαρμακευτικά προϊόντα, γιατί δεν διαθέτει άδεια χονδρικής πώλησης φαρμάκων».

Κατά συνέπεια, η εν λόγω εταιρεία θα πρέπει να έχει άλλους καταστατικούς σκοπούς και δραστηριότητες, στοιχεία γνωστά ή άγνωστα στους φαρμακοποιούς που συναλλάχθηκαν μαζί της.

Με βάση την παραδοχή αυτή, γεννάται το παρακάτω ζήτημα:

1. Κατά τη φορολογική νομοθεσία, ως χονδρική πώληση, θεωρείται η πώληση προϊόντων από επιτηδευματία προς επιτηδευματία, με σκοπό την περαιτέρω μεταπώληση.

2.  Κατά το Π.Δ. 194/1995, χονδρική πώληση φαρμακευτικών προϊόντων «είναι κάθε δραστηριότητα που συνίσταται στην προμήθεια, κατοχή, εφοδιασμό ή εξαγωγή φαρμακευτικών προϊόντων, εκτός από τη διάθεση στο κοινό» (άρθρο 3 παρ. 1).

3. Κατά το Ν.Δ. 96/1973, «η λιανική πώλησις φαρμακευτικών προϊόντων επιτρέπεται μόνον υπό των νομίμως λειτουργούντων φαρμακείων», βεβαίως με ιατρική συνταγή, σύμφωνα με άλλη διάταξη.

Από τον συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων, πολλοί ισχυρίζονται ότι στην έννοια του κοινού περιλαμβάνεται και μία εταιρεία, η οποία οφείλει να έχει στη διάθεσή της φάρμακα λόγω των σκοπών που επιδιώκει ή της πολιτικής που θέλει να εξυπηρετήσει, ενώ ταυτόχρονα υποχρεούται να προμηθεύεται τα φάρμακα αυτά στη λιανική τιμή και μόνον από φαρμακεία, δοθέντος ότι δεν νομιμοποιείται εκ του σκοπού της να τα προμηθεύεται στη χονδρική (παράδειγμα: Γηροκομεία, κλινικές, ναυτιλιακές, ασφαλιστικές εταιρείες κ.λπ., που δύνανται να χορηγούν τα φάρμακα που προμηθεύονται από τα φαρμακεία στους πάσχοντες των οποίων έχουν την ευθύνη, μετά από ιατρική σύσταση, γνώμη και επίβλεψη).

Στην προκειμένη περίπτωση, εφόσον η BIOMEDPHARMAδεν είχε άδεια χονδρικής πώλησης, όπως βεβαιώνει ο Ε.Ο.Φ., τότε οι φαρμακοποιοί που συναλλάχθηκαν με την άνω εταιρεία και ήταν σε γνώση αυτού, ενδεχομένως βάσιμα να υπέθεταν ότι πώλησαν νομίμως στη λιανική τιμή φάρμακα σε μη φαρμακευτική εταιρεία, άρα σε πρόσωπο που εμπίπτει στην έννοια του κοινού, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 του Π.Δ. 194/1995.

Από όλα τα παραπάνω προκύπτει ότι τα προτεινόμενα από τον ΕΟΦ προς τον Υπουργό πρόστιμα σε βάρος των φαρμακοποιών, με βάση την προαναφερθείσα κατηγοριοποίηση, είναι δυσανάλογα σε σχέση με την βαρύτητα των πράξεων που τους αποδίδονται, λαμβανομένου υπόψη του θολού τοπίου (νομικού και επικοινωνιακού), μέσα στο οποίο κινήθηκαν.

Άλλωστε, μόλις με την πρόσφατη Κ.Υ.Α. Δ.ΥΓ3α/Γ.Π. 32221/29-04-2013 (άρθρα 103, 106 παρ. 1β), ορίσθηκε σαφώς από πού δικαιούνται να προμηθεύονται φάρμακα οι χονδρέμποροι φαρμάκων (εξαιρούνται τα ιδιωτικά φαρμακεία), γεγονός που υποδηλώνει την μέχρι τότε ύπαρξη νομικής ασάφειας ως προς το θέμα αυτό.

Επομένως, θα ήταν θεμιτό να γίνει στον Υπουργό, δεδομένου ότι υποχρεούται να εκδώσει αποφάσεις προστίμων σύμφωνες με την πρόταση του ΕΟΦ, η εξής εύλογη παράκληση:

Να απορρίψει την πρόταση του ΕΟΦ ως προς το ύψος των προτεινόμενων προστίμων.

Ο ΕΟΦ, επανερχόμενος στο θέμα, να κρίνει ατιμώρητες τις πωλήσεις φαρμάκων, μέχρι ενός ορισμένου ύψους, από τα φαρμακεία στις άνω 3 εταιρείες, λόγω συγγνωστής νομικής και πραγματικής πλάνης.

Για τις υπόλοιπες, να προτείνει μειωμένα πρόστιμα, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας.

Έτσι ικανοποιούνται όλες οι πλευρές, λαμβανομένης υπόψη της αντίστοιχης ευθύνης τους, ενώ είναι βέβαιο ότι παρόμοια φαινόμενα δεν θα προκύψουν στο μέλλον λόγω της σαφήνειας των διατάξεων της νέας Κ.Υ.Α.

ΠΑΛΑΙΟΤΕΡΕΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ


I.  Η ΕΜΠΛΟΚΗ ΦΑΡΜΑΚΕΙΩΝ ΣΕ ΕΞΑΓΩΓΕΣ ΦΑΡΜΑΚΩΝ

ΙΙ. ΕΠΙΒΟΛΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΥΠΕΔΥΦΚΑ ΤΗΣ ΚΥΡΩΣΗΣ ΤΗΣ ΟΡΙΣΤΙΚΗΣ ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑΣ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΦΑΡΜΑΚΟΠΟΙΟΥ ΜΕ ΤΟΝ ΕΟΠΥΥ

ΙΙΙ. ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΗ ΤΩΝ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΦΑΡΜΑΚΕΙΩΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΟΠΥΥ

_________________________________________________________________________________________________________________

I.      Η ΕΜΠΛΟΚΗ ΦΑΡΜΑΚΕΙΩΝ ΣΕ ΕΞΑΓΩΓΕΣ ΦΑΡΜΑΚΩΝ

(Κλήσεις Φαρμακοποιών από τον Ε.Ο.Φ. προς παροχή απόψεων)


Το τελευταίο διάστημα βρίσκεται στην επικαιρότητα το ζήτημα της έλλειψης βασικών φαρμάκων στην ελληνική αγορά. Για την αντιμετώπιση του προβλήματος ο Ε.Ο.Φ., με αλλεπάλληλες αποφάσεις του, απαγόρευσε τις παράλληλες εξαγωγές φαρμάκων που βρίσκονται σε έλλειψη, ενώ ταυτόχρονα διενεργεί ελέγχους στην όλη αλυσίδα διακίνησης των φαρμάκων. Το φαινόμενο της έλλειψης αποδίδεται αφενός μεν στον ανεπαρκή και ακανόνιστο εφοδιασμό της αγοράς από τους παραγωγούς, εισαγωγείς και αντιπροσώπους των αντίστοιχων φαρμάκων (ως απόρροια της δραστικής μείωσης των τιμών τους που καθιστά οικονομικά ασύμφορη την κυκλοφορία τους), αφετέρου δε στις παράλληλες εξαγωγές.

Η δεύτερη εκδοχή (παράλληλες εξαγωγές), παρότι συμβάλλει προφανώς σε σαφώς μικρότερο βαθμό από την πρώτη στη δημιουργία του φαινομένου, συγκεντρώνει ωστόσο εντονότερα τα φώτα της δημοσιότητος και τον έλεγχο από τις αρμόδιες Αρχές.

Ήδη βρίσκονται σε εξέλιξη έλεγχοι από κλιμάκια του Ε.Ο.Φ. και Σ.Δ.Ο.Ε. σε φαρμακεμπορικές επιχειρήσεις και φαρμακεία, καθώς και της ΥΠΕΔΥΦΚΑ σε φαρμακεία.

Τα πρώτα ευρήματα, όπως ανακοινώθηκε από το Υπουργείο Υγείας και τον Ε.Ο.Φ., κατέδειξαν ότι δύο τουλάχιστον φαρμακεμπορικές επιχειρήσεις και 300 περίπου φαρμακεία εμπλέκονται σε εξαγωγές φαρμάκων που χαρακτηρίζονται ως παράνομες, ενώ διαφαίνεται η πρόθεση διεύρυνσης των ελέγχων και προς άλλες κατευθύνσεις.

Ήδη ο Ε.Ο.Φ. άρχισε να αποστέλλει σε φαρμακοποιούς κλήσεις προς παροχή απόψεων (απολογία), που πρέπει να παρασχεθούν εγγράφως εντός πέντε (5) ημερών από τη λήψη τους.

Από σχετικά ερωτήματα και συζητήσεις με ενδιαφερόμενους φαρμακοποιούς, κατέληξα στο συμπέρασμα ότι η εμπλοκή τους σε συναλλαγές με φαρμακαποθήκες οφείλετο στους εξής λόγους:

1. Στην άγνοια του γεγονότος ότι η πώληση φαρμάκων σε φαρμακαποθήκες, έστω και με την έκδοση τιμολογίων σε τιμές λιανικής, σύμφωνα με την κρατική διατίμηση, συνιστά παραβατική συμπεριφορά.

2.  Στην πεποίθησή τους ότι τελικός προορισμός των πωληθέντων από αυτούς φαρμάκων στις φαρμακαποθήκες ήταν η εσωτερική αγορά, με σκοπό, σύμφωνα με ληφθείσες διαβεβαιώσεις, την κάλυψη τοπικών αναγκών που προκάλεσε ο μη ομαλός και σε κάθε περίπτωση ανεπαρκής εφοδιασμός της από τους παραγωγούς, εισαγωγείς, αντιπροσώπους κ.λπ. των αντίστοιχων προϊόντων.

3. Σε κάθε περίπτωση, στην ευρέως επικρατούσα και νομικά βάσιμη αντίληψη ότι οι παράλληλες εξαγωγές είναι νόμιμες και επιτρεπτές στο πλαίσιο της ελευθερίας των ενδοκοινοτικών συναλλαγών.

Ωστόσο, δεν πρέπει να υποτιμάται και η πιεστική ανάγκη των φαρμακοποιών για εξεύρεση ρευστότητος, προκειμένου να εξυπηρετηθούν ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις των επιχειρήσεών τους που δημιουργήθηκαν από την διαρκή αδυναμία των Ασφαλιστικών Ταμείων και του ΕΟΠΥΥ για την συμβατικά συμφωνηθείσα ακριβόχρονη εξόφληση των λογαριασμών τους.

Για την ενημέρωση των φαρμακοποιών και προς διευκόλυνσή τους, θα επιχειρήσω μία συνοπτική καταγραφή του ισχύοντος νομικού πλαισίου που αφορά όλους τους εμπλεκόμενους στην αλυσίδα διακίνησης των φαρμακευτικών προϊόντων, καθώς και του κυρωτικού καθεστώτος σε περίπτωση διαπιστώσεως παραβατικών συμπεριφορών.

Τα βασικά νομοθετήματα που αφορούν το εξεταζόμενο θέμα είναι τα εξής:

1.  Το Ν.Δ. 96/1973 «Περί εμπορίας εν γένει των φαρμακευτικών, διαιτητικών και καλλυντικών προϊόντων» (ΦΕΚ Α’ 172/08-08-1973).

2.  Ο Ν. 5607/1932 (άρθρο 34) «Περί κωδικοποιήσεως και συμπληρώσεως της φαρμακευτικής νομοθεσίας».

3.  Ο Ν. 1132/1981 (άρθρο 1) «Περί υποχρεωτικής πωλήσεως των φαρμάκων διά των φαρμακείων εις σταθεράς λιανικάς τιμάς».

4. Το Π.Δ. 194/1995 «Σχετικά με τη χονδρική πώληση φαρμάκων που προορίζονται για ανθρώπινη χρήση σε συμμόρφωση προς την Οδηγία 92/25/ΕΟΚ» (ΦΕΚ Α’ 102/06-06-1995).

5. Το Ν.Δ. 361/1941 «Περί συμπληρώσεως διατάξεων της Φαρμακευτικής Νομοθεσίας»- Αφορά την ίδρυση και λειτουργία φαρμακαποθηκών (ΦΕΚ Α’ 268/09-08-1941).

6.  O Ν. 2166/1993 (ΦΕΚ Α’ 137/24-08-1993) - Αφορά τις φαρμακαποθήκες (άρθρο 26).

7.  Το Π.Δ. 88/2004 «Οργάνωση και προδιαγραφές λειτουργίας φαρμακαποθήκης» (ΦΕΚ Α’ 68/3-3-2004).

8. Η Οδηγία 2001/83/ΕΚ «Περί Κοινοτικού Κώδικος για τα φάρμακα που προορίζονται για ανθρώπινη χρήση» (L 311/67/28-11-2001).

9.  HK.Y.A. ΔΥΓ3α/οικ.82161/24-08-2012 «Εναρμόνιση της ελληνικής νομοθεσίας προς την αντίστοιχη κοινοτική στον τομέα της παραγωγής και της κυκλοφορίας φαρμάκων που προορίζονται για ανθρώπινη χρήση, σε συμμόρφωση με την υπ’ αριθμ. 2001/83/ΕΚ Οδηγία “περί κοινοτικού κώδικα για τα φάρμακα που προορίζονται για ανθρώπινη χρήση” (L 311/28.11.2001) όπως ισχύει και όπως τροποποιήθηκε με την Οδηγία 2010/84/ΕΕ, όσον αφορά τη φαρμακοεπαγρύπνηση (L348/31.12.2010)»(ΦΕΚ Β’ 2374/24-08-2012). Η Κ.Υ.Α. αυτή αντικατέστησε τη συναφή Κ.Υ.Α. ΔΥΓ3(α)/83657/2006 (ΦΕΚ Β’ 59/24-01-2006), η οποία καταργήθηκε.

Αναλυτικότερα, σύμφωνα με τις παραπάνω διατάξεις:

1. Η λιανική πώληση των φαρμάκων επιτρέπεται μόνον από τα νομίμως λειτουργούντα φαρμακεία (άρθρο 13, παρ. 1, Ν.Δ. 96/1973).

2. Όλα τα φάρμακα χορηγούνται κατόπιν ιατρικής συνταγής (άρθρο 13, παρ. 4, Ν.Δ. 96/1973).

3. Η εκτέλεση των συνταγών και η λιανική πώληση φαρμάκων στο κοινό επιτρέπεται μόνο σε φαρμακοποιούς που έχουν σε λειτουργία νομίμως συνεστημένα φαρμακεία (άρθρο 34, Ν. 5607/1932).

4.  Απαγορεύεται η υπό των φαρμακείων πώληση φαρμάκων προς το κοινό και σε ασφαλιστικά ταμεία και ιδιωτικές κλινικές σε τιμή ελάσσονα της επισήμου λιανικής τιμής (άρθρο 1, Ν. 1132/1981).

5. Χονδρική πώληση φαρμακευτικών προϊόντων είναι κάθε δραστηριότητα που συνίσταται στην προμήθεια, κατοχή, εφοδιασμό ή εξαγωγή φαρμακευτικών προϊόντων εκτός από τη διάθεση στο κοινό. Οι δραστηριότητες αυτές ασκούνται από τους παρασκευαστές ή τους αντιπροσώπους τους, τους εισαγωγείς ή άλλους χονδρεμπόρους (άρθρο 3, παρ. 1, Π.Δ. 194/1995).

6.  Η χονδρική πώληση φαρμάκων γίνεται από:

-Τους παραγωγούς, τους αντιπροσώπους και εισαγωγείς.

-Τις φαρμακαποθήκες (Ν.Δ. 361/1941, Π.Δ. 88/2004).

-Τις φαρμακαποθήκες των προμηθευτικών συνεταιρισμών φαρμακοποιών (άρθρο 22 Α.Ν. 1383/1938, ΦΕΚ Α’ 362).

-Από τους συνεταιρισμούς φαρμακοποιών βάσει αδείας του άρθρου 26 Ν. 1316/1983 (ΦΕΚ Α’ 3).

-Τα πρατήρια και τις υπαντιπροσωπείες παραγωγών και αντιπροσώπων ή εισαγωγέων (άρθρο 2, Π.Δ. 194/1995).

7. Οι φαρμακαποθήκες, τα φαρμακεία, το Δημόσιο, τα Νοσηλευτικά Ιδρύματα και οι Ιδιωτικές Κλινικές μέσα στις οποίες λειτουργεί φαρμακείο προμηθεύονται φάρμακα χονδρικώς μόνο από τους παραγωγούς και αντιπροσώπους και από τα πρατήρια και υπαντιπροσωπείες που έχουν άδεια χονδρικής πώλησης.

Τόσο οι λαμβάνοντες άδεια χονδρικής πώλησης όσο και οι φαρμακαποθήκες και οι συνεταιρισμοί καθώς και οι παραγωγοί, αντιπρόσωποι και εισαγωγείς φαρμακευτικών προϊόντων, του άρθρου 2, παρ. 1, Π.Δ. 194/1995, πρέπει να διαθέτουν σχέδιο επείγουσας ανάγκης που να διασφαλίζει την αποτελεσματική εφαρμογή κάθε μέτρου απόσυρσης φαρμακευτικών προϊόντων από την αγορά, το οποίο διατάσσουν οι αρμόδιες αρχές ή αποφασίζεται σε συνεργασία με τον παρασκευαστή του προϊόντος ή τον κάτοχο άδειας κυκλοφορίας στην αγορά του προϊόντος αυτού. Επίσης πρέπει να θέτουν ανά πάσα στιγμή τους χώρους, τις εγκαταστάσεις και τον εξοπλισμό τους στη διάθεση των υπαλλήλων που είναι επιφορτισμένοι με την επιθεώρησή τους.

8. Οι φαρμακαποθήκες προμηθεύονται φάρμακα μόνο από τις φαρμακευτικές εταιρείες και τις φαρμακαποθήκες που λειτουργούν νόμιμα σύμφωνα με τη φαρμακευτική νομοθεσία (άρθρο 4, παρ. 2, Π.Δ. 88/2004).

9. Η υπό των φαρμακαποθηκών πώληση φαρμάκων επιτρέπεται μόνο σε φαρμακεία, άλλες φαρμακαποθήκες και τα νομίμως λειτουργούντα νοσοκομεία (άρθρο 7, παρ. 4, Ν.Δ. 361/1941).

10. Απαγορεύεται η υπό των παραγωγών, αντιπροσώπων και εισαγωγέων λιανική πώλησις των υπ’ αυτών παραγομένων ή εισαγομένων φαρμακευτικών προϊόντων. Ούτοι υποχρεούνται να πωλούν τα προϊόντα των εις χονδρικάς τιμάς, και μόνον εις τα νομίμως λειτουργούντα φαρμακεία, τας νομίμως λειτουργούσας φαρμακαποθήκας, το Δημόσιον, ως και εις τα πάσης φύσεως Νοσηλευτικά Ιδρύματα και ιδιωτικάς κλινικάς, εντός των οποίων λειτουργεί φαρμακείον (άρθρο 12, παρ. 1 του Ν.Δ. 96/1973).

11. Οι κάτοχοι άδειας χονδρικής πώλησης φαρμάκων ανθρώπινης χρήσης που κυκλοφορούν στην Ελλάδα εξασφαλίζουν τον κατάλληλο και συνεχή εφοδιασμό της αγοράς με τα εν λόγω φάρμακα ώστε να καλύπτονται οι ανάγκες των ασθενών στην Ελλάδα.

-Μετά την κάλυψη των αναγκών που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο, οι κάτοχοι άδειας χονδρικής πώλησης φαρμάκων δύνανται να εξάγουν φάρμακα ανθρώπινης χρήσης μόνο εφόσον προμηθεύτηκαν τα εξαγόμενα φάρμακα απευθείας από φαρμακευτικές επιχειρήσεις. Οι ταινίες γνησιότητας των εξαγόμενων φαρμάκων ακυρώνονται διά διαγραφής με ανεξίτηλο μελάνι και ο ειδικός αριθμός έγκρισής τους καταχωρείται σε κατάσταση που αποστέλλεται στον Ε.Ο.Φ. όπου και φυλάσσεται επί διετία. Για την παρακολούθηση της επάρκειας της αγοράς σε φάρμακα ανθρώπινης χρήσης, τα σχετικά παραστατικά προμήθειας των εν λόγω φαρμάκων, σύμφωνα με τα ανωτέρω, φυλάσσονται υποχρεωτικά επί διετία και είναι ανά πάσα στιγμή διαθέσιμα για έλεγχο από τους αρμόδιους φορείς.

-Οι κάτοχοι άδειας χονδρικής πώλησης φαρμάκων που πραγματοποιούν εξαγωγές σε χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης πωλούν απευθείας και μόνο σε πρόσωπα που έχουν άδεια να διαθέτουν φάρμακα, κατά το δίκαιο του Κράτους Μέλους προορισμού. Τα φαρμακευτικά ιδιοσκευάσματα που εξάγονται πρέπει να έχουν λάβει άδεια κυκλοφορίας στο Κράτος προορισμού από τον εισαγωγέα τους και παράλληλα φάρμακα που εξάγονται σε τρίτες χώρες εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης να έχουν έγκριση από τον Ε.Ο.Φ. και να εξάγονται από τους παραγωγούς τους.

-Για τη διασφάλιση της γνησιότητας των εξαγόμενων φαρμάκων, οι φαρμακαποθήκες που πραγματοποιούν εξαγωγές δεν διαμεσολαβούν για εξαγωγές άλλων φαρμακαποθηκών (άρθρο 12Α, Ν.Δ. 96/1973).

12. Η χονδρική πώληση φαρμάκων επιτρέπεται μόνο ύστερα από άδεια, η οποία χορηγείται από την κατά τόπο αρμόδια Διεύθυνση Υγείας των οικείων Νομαρχιών.

Ο έλεγχος των προσώπων που επιτρέπεται να ασκούν τη δραστηριότητα του χονδρεμπόρου φαρμάκων και η επιθεώρηση των χώρων που διαθέτουν, πραγματοποιούνται υπό την ευθύνη της αρμόδιας Διεύθυνσης Υγείας και Υγιεινής της κατά τόπο αρμόδιας Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης, του Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και του Ε.Ο.Φ. (άρθρο 77, παρ. 1 και 4, Κ.Υ.Α. 82161/2012).

13.  Για να λάβει ο ενδιαφερόμενος άδεια χονδρικής πώλησης πρέπει να πληροί τις ακόλουθες απαιτήσεις (άρθρο 79, Κ.Υ.Α. 82161/2012):

α. Να διαθέτει κατάλληλους και επαρκείς χώρους, εγκαταστάσεις και εξοπλισμό, ώστε να διασφαλίζεται η ορθή διατήρηση και διανομή των φαρμάκων.

β. Να διαθέτει προσωπικό, και κυρίως ένα διορισμένο υπεύθυνο, με τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στην κείμενη νομοθεσία.

γ. Να αναλαμβάνει τη δέσμευση να τηρεί τις υποχρεώσεις που έχει δυνάμει του άρθρου 80.

δ. Να πληροί τους λοιπούς όρους των Π.Δ. 194/1995 (Α’ 102) και Π.Δ. 88/2004 (Α’ 68).

14. Όσον αφορά την προμήθεια φαρμάκων σε φαρμακοποιούς και πρόσωπα που έχουν άδεια ή είναι εξουσιοδοτημένα να διαθέτουν φάρμακα στο κοινό, επιβάλλονται στον κάτοχο της άδειας χονδρικής πώλησης η οποία έχει χορηγηθεί από άλλο κράτος μέλος, οι ίδιες υποχρεώσεις και δη οι υποχρεώσεις δημόσιας υπηρεσίας που επιβάλλονται και στα πρόσωπα στα οποία έχει χορηγηθεί στην Ελλάδα η άδεια χονδρικής πώλησης φαρμάκων.

Ο κάτοχος της άδειας κυκλοφορίας φαρμάκου καθώς και οι χονδρέμποροι εξασφαλίζουν, εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων τους, τον κατάλληλο και συνεχή εφοδιασμό της αγοράς, των φαρμακείων και των προσώπων που έχουν άδεια να διαθέτουν φάρμακα, ώστε να καλύπτονται οι ανάγκες των ασθενών που βρίσκονται στην Ελλάδα. Ειδικότερα, η έννοια της εδαφικής περιφέρειας του άρθρου 77 παρ. 1 είναι ότι ο κάτοχος άδειας χονδρικής πώλησης φαρμάκων οφείλει να εφοδιάζει κατά προτεραιότητα τα φαρμακεία και άλλους φορείς που υπάγονται στην εδαφική περιφέρεια της κατά τόπο αρμόδιας Νομαρχιακής αυτοδιοίκησης η οποία που χορήγησε την άδεια (άρθρο 81, Κ.Υ.Α. 8216/2012).

Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει συνοπτικά το παρακάτω συμπέρασμα:

 

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

1.            Το φαρμακείο πωλεί φάρμακα μόνο στο κοινό, στην επίσημη λιανική τιμή, με ιατρική συνταγή. Πωλήσεις προς νοσοκομεία, κλινικές, ασφαλιστικά ταμεία, γηροκομεία, εταιρείες (όχι φαρμακεμπορικές) θεωρούνται λιανικές πωλήσεις (υπάρχει νομολογία).

Πωλήσεις φαρμάκων από φαρμακεία σε φαρμακεμπορικές επιχειρήσεις, με σκοπό την περαιτέρω εμπορία ή εξαγωγή τους, θεωρούνται χονδρικές πωλήσεις και απαγορεύονται.

2.            Οι φαρμακεμπορικές επιχειρήσεις, έχουσες άδεια χονδρικής πώλησης, μπορούν να πραγματοποιούν παράλληλες εξαγωγές, υπό τις προϋποθέσεις του νόμου (κάλυψη εσωτερικής αγοράς – άρθρο 12Α Ν.Δ. 96/1973), μόνον εφόσον εφοδιάζονται τα φάρμακα από νόμιμες πηγές.

Νόμιμη πηγή είναι μόνο οι φαρμακευτικές επιχειρήσεις (παραγωγοί, αντιπρόσωποι, εισαγωγείς).

Μη νόμιμη πηγή, σε κάθε περίπτωση, είναι τα φαρμακεία και οι άλλες φαρμακαποθήκες, εφόσον τα φάρμακα προορίζονται για εξαγωγή.

 

Β. ΚΥΡΩΣΕΙΣ

Οι κυρώσεις, σε περίπτωση παράβασης των άνω διατάξεων, προβλέπονται στο άρθρο 19 Ν.Δ. 96/1973 και στο άρθρο 129 της Κ.Υ.Α. 82161/2012.

Οι κυρώσεις για τους φαρμακοποιούς είναι:

-  Πρόστιμα έως 13.200 ευρώ και έως 44.000 ευρώ, σε περίπτωση υποτροπής.

-  Προσωρινή ανάκληση της άδειας λειτουργίας για διάστημα έως 6 μήνες, ενώ σε περίπτωση υποτροπής, η οριστική ανάκληση της άδειας ιδρύσεως και λειτουργίας του φαρμακείου (άρθρο 19, παρ. 6, περ. β’, Ν.Δ. 96/1973).

-  Ποινική δίωξη και φυλάκιση τουλάχιστον 6 μηνών και αφαίρεση από 3 μέχρι 6 μήνες της άδειας άσκησης του επαγγέλματος (άρθρο 19 παρ. 2, Ν.Δ. 96/1973) σε περίπτωση παράβασης των κανόνων καλής φύλαξης και διάθεσης (η πώληση σε φαρμακαποθήκη συνιστά πράξη μη νόμιμης διάθεσης).

ΣΗΜΑΝΤΙΚΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ
α. Θεωρείται χωριστή παράβαση κάθε έκδοση τιμολογίου από το φαρμακείο προς την φαρμακαποθήκη ή μία ενιαία παράβαση το σύνολο των τιμολογίων που εκδόθηκαν;
β. Εάν κάθε τιμολόγιο θεωρηθεί χωριστή παράβαση, υφίσταται υποτροπή;
γ. Η έννοια της υποτροπής ποια είναι;

Επομένως, η κρίση του Ε.Ο.Φ. επί των ερωτημάτων αυτών είναι ουσιώδης και η αντίδραση του κλάδου χρήζει προσοχής, άλλως οι συνέπειες για τους φαρμακοποιούς θα είναι ηχηρές.

Γ. Διακινείται από το 2009 με πειστικότητα, όπως αποδείχθηκε, ο ισχυρισμός ότι η Ευρωπαϊκή Νομοθεσία επιτρέπει τη χονδρική πώληση φαρμάκων από τα φαρμακεία και ότι η μη χορήγηση άδειας χονδρεμπόρου σε φαρμακοποιούς που λειτουργούν φαρμακεία, προκειμένου να προβαίνουν σε εξαγωγές, αντίκειται στο Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Για το νομικά βάσιμο του ισχυρισμού αυτού γίνεται επίκληση του άρθρου 1 παρ. 17 της Οδηγίας 2001/83/ΕΚ που προβλέπει τα εξής: «17. Χονδρική πώληση φαρμάκων: κάθε δραστηριότητα που συνίσταται στην προμήθεια, κατοχή, εφοδιασμό ή εξαγωγή φαρμάκων εκτός από τη διάθεση φαρμάκων στο κοινό· οι δραστηριότητες αυτές ασκούνται με τους παρασκευαστές ή τους αντιπροσώπους τους, τους εισαγωγείς, άλλους χονδρεμπόρους ή με τους φαρμακοποιούς και τα πρόσωπα που έχουν άδεια ή είναι εξουσιοδοτημένα να χορηγούν φάρμακα στο κοινό σε ένα κράτος μέλος».

Πράγματι, από τη διατύπωση αυτή προκύπτει ότι και οι φαρμακοποιοί (με φαρμακεία) της Ευρωπαϊκής Ένωσης μπορούν να ασκούν χονδρεμπόριο, συμπεριλαμβανομένων των εξαγωγών, υπό τη ρητή όμως προϋπόθεση ότι κάτι τέτοιο το επιτρέπει η εθνική νομοθεσία κάθε Κράτους-Μέλους,(άρθρο 77 παρ. 2 της ίδιας Οδηγίας).

Στην ελληνική νομοθεσία δεν υπάρχει τέτοια πρόβλεψη. Αντίθετα, ρητά ορίζεται ότι στο φαρμακείο επιτρέπεται μόνο η λιανική πώληση.

Επομένως, ο άνω διακινούμενος ισχυρισμός είναι νομικά αβάσιμος και θα απορριφθεί από τα Δικαστήρια.

Θα ήταν διαφορετικά αν, στα πλαίσια κοινής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το συγκεκριμένο θέμα, τα Κράτη Μέλη ήταν υποχρεωμένα να χορηγούν στους φαρμακοποιούς με φαρμακεία άδεια χονδρικής πώλησης και δυνατότητα εξαγωγών. Κοινή όμως πολιτική δεν υπάρχει και το ζήτημα ρυθμίζεται κατά τη διακριτική ευχέρεια κάθε Κράτους Μέλους. Η Ελλάδα, δεκάδες χρόνια τώρα, ασκώντας τη διακριτική εξουσία της, είναι σαφής ως προς το θέμα αυτό: ΦΑΡΜΑΚΕΙΟ = ΛΙΑΝΙΚΗ ΠΩΛΗΣΗ.

Δ. Παράλληλα με τον Ε.Ο.Φ. και το Σ.Δ.Ο.Ε., επ’ ευκαιρία των εξαγωγών φαρμάκων, διενεργεί ελέγχους σε φαρμακεία και η ΥΠΕΔΥΦΚΑ.

Οι αρμοδιότητες της ΥΠΕΔΥΦΚΑ είναι εκτεταμένες και οι κυρώσεις που δύναται να επιβάλει για παραβάσεις της γενικότερης φαρμακευτικής νομοθεσίας, προβλέπονται στο άρθρο 4 παρ. 15 του Π.Δ. 121/2008. Μεταξύ των κυρώσεων αυτών περιλαμβάνεται και η οριστική διακοπή της σύμβασης φαρμακοποιού με τον ΕΟΠΥΥ. Τούτο δίνει αφορμή να εκθέσω και το παρακάτω πρόβλημα:
 

ΙΙ. ΕΠΙΒΟΛΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΥΠΕΔΥΦΚΑ ΤΗΣ ΚΥΡΩΣΗΣ ΤΗΣ ΟΡΙΣΤΙΚΗΣ ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑΣ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΦΑΡΜΑΚΟΠΟΙΟΥ ΜΕ ΤΟΝ ΕΟΠΥΥ

Το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών με χθεσινές του αποφάσεις (20-02-2013) απέρριψε αιτήσεις αναστολής φαρμακοποιών που προσέφυγαν ενώπιόν του για ακύρωση αποφάσεων της ΥΠΕΔΥΦΚΑ με τις οποίες τους επιβλήθηκε τέτοια κύρωση.

Είναι προφανές ότι η ΟΡΙΣΤΙΚΗ καταγγελία της σύμβασης φαρμακοποιού με τον ΕΟΠΥΥ ισοδυναμεί με ανάκληση της άδειας ιδρύσεως και λειτουργίας του φαρμακείου του, καθόσον δεν νοείται βιώσιμο φαρμακείο χωρίς τη δυνατότητα πώλησης φαρμάκων. Ανεξάρτητα λοιπόν από το είδος και έκταση της παράβασης που επέβαλε την ανωτέρω κύρωση, πρέπει να αναφερθεί η ιστορική διαδρομή και πραγματική σημασία της κύρωσης της ΟΡΙΣΤΙΚΗΣ ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑΣ της σύμβασης, δυνάμει της οποίας ο φαρμακοποιός δικαιούται να εκτελεί συνταγές των ασφαλισμένων στα ασφαλιστικά ταμεία της χώρας.

Ανέκαθεν οι σχέσεις συνεργασίας φαρμακοποιών και ασφαλιστικών ταμείων, αναφορικά με την παροχή φαρμακευτικής περίθαλψης στους ασφαλισμένους των ταμείων αυτών, διέπονταν από τους όρους των συναπτόμενων συλλογικών συμβάσεων μεταξύ φαρμακευτικών συλλόγων και ασφαλιστικών οργανισμών και τις Κανονιστικές Διατάξεις των διαφόρων ασφαλιστικών ταμείων, στις οποίες προδιαγράφονταν οι υποχρεώσεις των φαρμακοποιών και το κυρωτικό καθεστώς, σε περίπτωση αντισυμβατικής ή παραβατικής συμπεριφοράς τους.

Περισσότερο οργανωμένα, το Π.Δ. 67/2000 κατέστρωσε ένα σύστημα διοικητικού και κυρωτικού μηχανισμού, με βάση το οποίο ρυθμίσθηκαν οι σχέσεις μεταξύ των ασφαλιστικών ταμείων, των ιατρών και των φαρμακοποιών, αναφορικά με την παροχή ιατρικής και φαρμακευτικής περίθαλψης στους ασφαλισμένους των ταμείων αυτών.

Στο κυρωτικό καθεστώς που θέσπισε το εν λόγω διάταγμα περιλαμβανόταν ως κύρωση και η καταγγελία της σύμβασης με ασφαλιστικό ταμείο, έναντι του οποίου ο φαρμακοποιός επέδειξε παραβατική συμπεριφορά.

Η καταγγελία προβλεπόταν είτε περιορισμένης διάρκειας (έως έξι μήνες) είτε οριστική. Στην τελευταία όμως περίπτωση υπήρχε ρητή πρόβλεψη για τη σύναψη νέας σύμβασης μετά την πάροδο ενός έτους.

Στη συνέχεια, το Π.Δ. 121/2008 αντικατέστησε το προηγούμενο και θέσπισε πληρέστερο μηχανισμό, ανταποκρινόμενο στις νεότερες συνθήκες.

Όσον αφορά τις επιβαλλόμενες κυρώσεις σε βάρος φαρμακοποιών, το εν λόγω διάταγμα, στην αρχική του διατύπωση, προέβλεπε τη δυνατότητα προσωρινής διακοπής της σύμβασης (2 έως 6 μήνες), καθώς και την μονομερή καταγγελία της σύμβασης, με τη ρητή όμως δυνατότητα σύναψης νέας σύμβασης μετά την παρέλευση δύο ετών.

Με νεότερη τροποποίηση του άνω διατάγματος (άρθρο 32 παρ. Γ, παρ. 1 του Ν. 3846/2010), αφαιρέθηκε η δυνατότητα σύναψης νέας σύμβασης μετά την πάροδο συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος.

Από τα προαναφερόμενα παρατηρείται ιστορικά μία αυστηροποίηση του κυρωτικού καθεστώτος σε βάρος των φαρμακοποιών, με μία όμως βασική επισήμανση. Μπορούσε να καταγγελθεί οριστικά η σύμβαση με κάποιον ασφαλιστικό οργανισμό, με ή χωρίς τη δυνατότητα μελλοντικής σύναψης νέας σύμβασης, πλην όμως ο φαρμακοποιός είχε τη δυνατότητα να εκτελεί συνταγές ασφαλισμένων άλλων ασφαλιστικών ταμείων, γεγονός που τελικά του εξασφάλιζε, με δυσχέρειες βεβαίως, την επαγγελματική του επιβίωση.

Είναι αυτονόητο ωστόσο ότι, ο ιστορικός νομοθέτης, επιβάλλοντας ως κύρωση την οριστική και διά βίου καταγγελία της σύμβασης φαρμακοποιού με κάποιο ασφαλιστικό οργανισμό, δεν προέβλεψε την ολική σχεδόν απορρόφηση των ασφαλιστικών ταμείων της χώρας από τον ΕΟΠΥΥ.

Το καταλυτικό αυτό γεγονός είναι ιδιαίτερης σημασίας γιατί, υπό τις σημερινές συνθήκες, χωρίς αμφιβολία η οριστική καταγγελία της σύμβασης φαρμακοποιού με τον ΕΟΠΥΥ ισοδυναμεί με τη στέρηση του δικαιώματος στην άσκηση του επαγγέλματός του. Και τούτο γιατί, εάν ένας φαρμακοποιός δεν μπορεί να πωλεί φάρμακα, εκτελώντας συνταγές των ασφαλισμένων του ΕΟΠΥΥ, στον οποίο υπάγεται το 100% του πληθυσμού της χώρας, εξαναγκάζεται κατά βάναυσο τρόπο σε βίαιο κλείσιμο του φαρμακείου του και σε παραίτησή του από το επάγγελμα του φαρμακοποιού.

Είναι κατά συνέπεια καίριας σημασίας η απάντηση στο ερώτημα αν στο αποτέλεσμα αυτό στόχευε ο πρόσφατος νομοθέτης.

Το Σύνταγμα χορηγεί σε κάθε πολίτη το δικαίωμα να ασκεί ελεύθερα το επάγγελμά του στα πλαίσια των κανόνων που θέτει ο νομοθέτης για τη νόμιμη άσκησή του.

Δικαιούται βεβαίως το Κράτος να επιβάλλει κυρώσεις, σε περίπτωση παραβατικών συμπεριφορών, ακόμη και ιδιαίτερα επαχθών.

Ωστόσο, οι κυρώσεις αυτές πρέπει να τελούν σε αναλογία με την βαρύτητα των παραβατικών συμπεριφορών που διαπιστώνονται και σε κάθε περίπτωση η Διοίκηση οφείλει, με την επιβαλλόμενη από το πνεύμα του νόμου επιείκεια, να επιλέγει εκείνες, μεταξύ των προβλεπομένων, που εξυπηρετούν μεν τους σκοπούς του νόμου, επιτρέπουν όμως και στο διοικούμενο την επαγγελματική επιβίωσή του, γιατί διαφορετικά συντρέχει περίπτωση υπέρβασης των άκρων ορίων της διακριτικής ευχέρειας της Διοίκησης που δεν είναι συνταγματικά επιτρεπτή.
 

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Επιβάλλεται η τροποποίηση του άρθρου 4 παρ. 15 του Π.Δ. 121/2008, ως προς το σημείο αυτό, γιατί διαφορετικά υπάρχει ορατός κίνδυνος, ενόψει της αυστηρής αντιμετώπισης των φαρμακοποιών από τη Διοίκηση, να θρηνήσουν πολλοί φαρμακοποιοί.

Σημειώνεται ότι η ΥΠΕΔΥΦΚΑ, που έχει αρμοδιότητα επιβολής τέτοιων ποινών, υπάγεται στον ΕΟΠΥΥ.

 

ΙΙΙ. ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΗ ΤΩΝ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΦΑΡΜΑΚΕΙΩΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΟΠΥΥ
 

Οι Συλλογικές Συμβάσεις που συνάπτονται μεταξύ του Π.Φ.Σ. ή των τοπικών Φ.Σ. με Ασφαλιστικά Ταμεία για την εκτέλεση συνταγών των ασφαλισμένων τους, έχει κριθεί, με πάγια νομολογία, ότι είναι Διοικητικές Συμβάσεις. Διαφορές από διοικητικές συμβάσεις υπάγονται στη δικαιοδοσία των Διοικητικών Δικαστηρίων.

Με την υπ' αρ. 2347/2009 απόφαση του Αρείου Πάγου, που δέχθηκε ως νομικά βάσιμες προηγούμενες αποφάσεις κατώτερων δικαστηρίων, όπως και γνωμοδοτήσεις του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, κρίθηκε ότι: "είναι δυνατή η από τον αρμόδιο πολιτικό δικαστή (ειρηνοδίκη ή δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου) έκδοση διαταγής πληρωμής, συντρεχουσών των προς τούτο προϋποθέσεων εις βάρος του Δημοσίου, ΟΤΑ και ν.π.δ.δ, και αν ακόμη η υποκείμενη σχέση, από την οποία απορρέει η χρηματική απαίτηση προς πληρωμή της οποίας ζητείται η έκδοση διαταγής πληρωμή, υπάγεται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, όπως συμβαίνει επί διαφοράς από διοικητική σύμβαση". 

Με βάση την απόφαση αυτή του Α.Π. πρότεινα σε Φαρμακευτικούς Συλλόγους την έκδοση σε βάρος Ασφαλιστικών Ταμείων (ΟΠΑΔ - ΤΑΥΤΕΚΩ (ΔΕΗ), ΗΣΑΠ) ΔΙΑΤΑΓΩΝ ΠΛΗΡΩΜΗΣ ΣΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ για τις ανεξόφλητες οφειλές τους.

Έτσι εκδόθηκαν σε βάρος των Ταμείων αυτών διαταγές πληρωμής που εκκρεμούν ήδη στα Πολιτικά Δικαστήρια λόγω ασκήσεως ανακοπών.

Στη συνέχεια όμως, ο ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ ανέτρεψε την ίδια του τη νομολογία και με την υπ' αρ. 1264/2011 απόφασή του έκρινε ότι για τις χρηματικές διαφορές που πηγάζουν από διοικητικές συμβάσεις αρμόδια είναι τα Διοικητικά Δικαστήρια και ότι δεν επιτρέπεται να εκδίδονται διαταγές πληρωμής από τα Πολιτικά Δικαστήρια.

Παράλληλα όμως εκδόθηκε η υπ' αρ. 3740/2012 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας (Σ.τ.Ε.) που έκρινε, ειδικά για τη συλλογική σύμβαση του Π.Φ.Σ. με τη ΔΕΗ (ΤΑΥΤΕΚΩ), ότι δεν είναι διοικητική σύμβαση και ως εκ τούτου οι χρηματικές διαφορές που πηγάζουν από αυτή, εκδικάζονται στα Πολιτικά Δικαστήρια. 

Ωστόσο, η επιγενόμενη απορρόφηση του ΤΑΥΤΕΚΩ από τον ΕΟΠΥΥ καθιστά τη συλλογική σύμβαση Διοικητική και κατά συνέπεια αρμόδια είναι τα Διοικητικά Δικαστήρια.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Η διεκδίκηση των απαιτήσεων των φαρμακοποιών και Φαρμακευτικών Συλλόγων έναντι του ΕΟΠΥΥ που απορρόφησε όλα τα Ασφαλιστικά Ταμεία, θα επιχειρείται ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ με αγωγή στα αρμόδια καθ' ύλη και κατά τόπο ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ.

Η Διοικητική Δικονομία έχει ιδιαιτερότητες που πρέπει να ληφθούν υπόψη.

Ωστόσο, υπάρχει δυνατότητα ορισμού σύντομης δικασίμου της ασκούμενης αγωγής, αλλά και προσωρινής επιδίκασης μέρους της αξιούμενης απαίτησης.